Αλφαβητάρι του Λίμπα ΑΡΕΙΜΕΝΛΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σύμβολα

Αΐστου συμβόλου   ′    έστι τόνου -οκσίε

Αΐστου συμβόλου   ⁻    έστι περισπουμένι

Αΐστου  συμβόλου   ΅   έστι  τα  σ’ τζιτσέμου «α-ΐ-στου »

« αΐ » χόρια κα σμπουόρου «α ΐ στε,  α ΐ στου, , α ΐ στι)

Αΐστου συμβόλου  έστι  . τελίε, σμπάγκε του  μπιτισέρα  α’λι  σκιρετούρι.

 

Γράμματα

Άλφε:       Α,   α

Άλφε:       Ά,   ά   κου    τόνου/οκσίε

Βίτε:        Β,   β

Γάμμε:    Γ,    γ

Δέλτε:     Δ,   δ    [ Δάλε ]

Έπσιλου: Ε,   ε

Έπσιλου: Έ,   έ   κου  τόνου/οκσίε

Έπσιλου:Ē, ē κου περισπουμένι κα  σμπουόρου   [ Λένē ]

Ζίτα:      Ζ,   ζ     [ Ζούρε ]

Ήτε:      Η,    η

Ήτε:      Ή,   ή   κου  τόνου/οκσίε, κα [νιήκε]

Θήτε:   Θ,   θ      [θένα, θέμινε ]

Ιώτε/Ιότε:  Ι,  ι

Ιώτε/Ιότε:  Ί,  ί  κου  τόνου/οκσίε

Κάπε:     Κ,    κ

Λάμδε:   Λ,   λ

Mί:         Μ,  μ

Nί:          Ν,   ν

Κσί:        Κσ,  κσ  [κσένου(Ξ, ξ,  Ελληνικό)

Όμικρου: O,  o

Όμικρου:  κου τόνου    Ό,  ό

Όμικρου  κου  περισπουμένι   Ō,  ō

Πί:         Π,  π

Ρό:         Ρ,  ρ

Σίγμε:  Σ, σ, [ς-του μπιτισέρα αλι  σκιρετούρι ]

Τάφ (Ταυ): Τ,  τ

Ίπσιλου:    Y,  υ  (το  «Υ,υ = ι»)

Φί:           Φ,   φ

Χί:            X,   x        (Χεράου )

Πσί:         Πσ,  πσ   (Ψ,  ψ,  ελληνικό)

 

Ωμέγα,  Ω,  ω (ω=οο, του πρότου   κιρόλου, αλι γραμματικίε)!  (Λώ – λοό)

ΟΥ, Μάρι-(μεγάλο), ου,  Νιήκου-(μικρό)

Γκ, γκ,    [Γκρά,  αγκιρσιάι,  άγκουρου ]

Μπ,  μπ  [Μπάγκε, μπάσιου, μπάνε]

Nt,   ντ,  [Ντάου,  ντάϊ,  ντά,  Ντέ, ντέ ]

Στ,   στ,   [Στέ, στιί,  στρί,   ]

Τζ,    τζ,   [Τζούε,  Τζέ,  Τζέσι, Τζάτσι ]

ει =>   ι

οι  =>  ι

ντά       = δίνει

ιν’ ντάι = μου δίνεις

ιν’ ντά  = μου δίνει

ινντέτι= μου έδωσε

νι  ντά  = μας δίνει

-> -> Ελένη

Τα ουσιαστικά και τα επίθετα θηλυκού γένους έχουν καταλήξεις

-[ε] – (φιάτε = θυγατέρα)

καὶ

-[ι] – (αμάρι = θάλασσα).

 

Όταν στις λέξεις εμπεριέχεται το άρθρο (η), τότε οι καταλήξεις μετατρέπονται σὲ [α]:

άλφε = άλφα άλφα = το άλφα

μπούνε = καλή μπούνα = η καλή

τζούε = ημέρα τζούα = η ημέρα

ντάντε = γιαγιά ντάντα = η γιαγιά

φιάτε = θυγατέρα φιάτα = η θυγατέρα

——————–

αμάρι = θάλασσα αμάρα = η θάλασσα.

νόπτι = νύκτα νόπτια = η νύκτα

σάρι = αλάτι σάρα = το αλάτι

πάντι = πεδιάδα πάντια = η πεδιάδα

 

Στο Ιδίωμα το «έψιλον» (ε) έχει δύο διαφορετικές εκφορές, ανάλογα με την θέση στην οποία βρίσκεται ή αυτό το οποίον εκφράζει.

Το ίδιο συμβαίνει και με το έτερο των βραχέων φωνηέντων, το «όμικρον» [Ο, Ό, Ōο, ό ō].

[Ε, Έ, Ē – ε, έ, ē]

Το όνομα «Ελένη» το λέμε «Λένē» και

«Λένα» = η Ελένη», δηλαδή είναι ενσωματωμένο το θηλυκό

άρθρο «η».

 

Π.χ.: ΛένĒ = ελένĒ -> Ελένη, ΛÉΝĒ = ΕΛÉΝĒ -> ΕΛΕΝΗ

Λένα = α Ελένα ->η Ελένη, ΛΕΝΑ= Α ΕΛΕΝΑ-> Η ΕΛΕΝΗ

«ΚουσουρίνĒ» λένε την γυναίκα συγγενή, ενώ
«Κουσουρίνε» λένε τον άνδρα συγγενή.

Η διαφορά βρίσκεται στην εκφορά του «έψιλον» της κατάληξης, κάτι που δεν μπορεί να φανεί στον γραπτό λόγο.

«ΤζιόνĒ» = γενναία,
«Τζιόνε» = γενναίος.

Η διαφορετική εκφορά συμβαίνει και με το «όμικρον» (Ο, Ό, Ō, ο, ό, ō)

 

Τα φωνήεντα έψιλον [ε] καὶ όμικρον [ο] είναι τα φύσει βραχέα φωνήεντα του Ελληνικού Αλφαβήτου και ουδέποτε χάνουν αυτήν την ιδιότητα. Στην Ελληνική Γραμματική, όμως, τα φωνήεντα αυτά [ε, ο] καθώς και τα φύσει δίχρονα [α, ι, υ] υπάρχουν περιπτώσεις όπου λόγω της θέσης τους εκλαμβάνονται ως μακρά, καθίστανται δηλαδή «θέσει μακρά».

Κανόνας: Όταν μετά τα «ε», «ο», «α», «ι» και «υ» ακολουθούν δύο σύμφωνα ή διπλὸ σύμφωνο [ζ, ξ, ψ], το φωνήεν καθίσταται θέσει μακρό.

Ο κανόνας αυτός, προ της κατάργησης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας, είχε, κυρίως, πρακτική εφαρμογή στα παραθετικά των επιθέτων, όπου η κατάληξη -ότερος, -ότατος γραφόταν με ωμέγα [ω], εκτ]ος αν η προηγουμένη συλλαβή ήταν φύσει (η, ω, δίφθογγος) ή θέσει (διπλό σύμφωνο ή δύο σύμφωνα) μακρά, αλλά και κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις. Π.χ. στο επίθετο «ανεκτός» το [ε] είναι «θέσει μακρό» καθώς έπονται δύο σύμφωνα, οπότε έχουμε: ανεκτότερος και ανεκτότατος για τους Συγκριτικό και Υπερθετικό αντιστοίχως.

Το σημάδι ̄ υπεράνω των φωνηέντων ε, ο, α, ι, υ σημαίνει ότι το φωνήεν αυτό είναι «θέσει μακρό», ενώ το σημάδι ̆ υπεράνω των φωνηέντων α, ι, υ σημαίνει ότι τι φωνήεν είναι «θέσει βραχύ».