Λ, λ: Λάμδε = Λάμδα – λάμδα = το λάμδα
λάϊ = έλουσα, έπλυνα
λάϊς = έλουσες, έπλυνες
λέ = έλουσε, έπλυνε
λέ = λούσε, πλύνε
λάμου = έλουζα, έπλενα
λάϊ = έλουζες, έπλενες
λά = έλουζε, έπλενε
λάϊε = μαύρη
λάϊα = η μαύρη
α’λι λάϊ = της μαύρης
λάϊ = μαύρες
λαϊ’λι = οι μαύρες
αλ λάϊλου = των μαύρων
λάϊου = μαύρο, μαύρος
λάϊου = ο μαύρος, το μαύρο
λοόϊ/λώϊ = έλαβα, πήρα
λοόϊς/λώϊς = έλαβες, πήρες
λοό/λώ = έλαβε, πήρε