Π:
Πάνο = Πάνος, Παναγιώτης
Πάνου = ο Πάνος, ο Παναγιώτης
πάππου = πάππος, παππούς
πάππου = ο πάππος, ο Παππούς
παππέιν = παππούδες
παππένιε = οι παππούδες
αλ παππέϊνλου= των παππούδων
πένι = άρτος, ψωμί
πένια = ο άρτος, το ψωμί
πέστι ή πέσκι = ψάρι, ιχθύς
πέστι΄λι = το ψάρι, ο ιχθύς
πέϊστ = ψάρια, ιχθύες
πέστιε = τα ψάρια, οι ιχθύς
αλ πέστιλου = των ψαριών, των ιχθύων
πιστρίτε = καθαρή
πιστρίτα = η καθαρή
πιστρίτι = καθαρές
πιστρίτι΄λι = οι καθαρές
αλ πιστρίτιλου= των καθαρών
*
πάϊστου = βόσκω
πάιστ = βόσκεις
πάστι = βόσκει
– πάστιε = βόσκισε (πάστιε -> πάστισε = βόσκισε)
πιστιέμου = βόσκουμε
πιστιέτς = βόσκετε
πιστιέστου= βόσκουν
*
πιστιάμου= βοσκούσα
πιστιάι = βοσκάει
πιστιά = βοσκούσε
πιστιάμου = βοσκούσαμε
πιστιάτου = βοσκούσατε
πιστιά = βοσκούσαν
**
πισκούι = βόσκισα
πισκούις = βόσκισες
πισκού = βόσκισε
πισκούμου = βοσκίσαμε
πισκούτου = βοσκίσατε
πισκούρε = βόσκισαν
***