ΑΜΟΥ = ΕΧΩ
ΑΒΕΜΟΥ = ΕΧΟΥΜΕ
[ Άβαι: περὶ τὴν Φωκίδα τόπος οὗ μαντεῖον Ἀπόλλωνος Ἀβαίου. Σοφοκλῆς (O.T. 900). – (Ησύχ.) ]
*********************
Ενεστώς
άμου -> άμο = έχω -(άβω (βοιωτ.= έχω (μ=β όπως μορτός βροτός, το β = και χ (πρβλ. το βοιωτ. αβήνα-χωρίον, από αβίνα = βανίαν = χωρίον)
άι -> ά.αι = έχεις –άβαιρ = έχεις [πρβλ. άβεις = έχεις Ησύχ. (θέμα σεχ)]
άρι -> άραι = έχει
αβέμου-> έβουμε= έχουμε (πρβλ. ἂβεις: ἔχεις, Ησύχιος)
αβέτς -> έβετε = έχετε
άρου -> άρουρ = έχουν
Παρατατικός
αβιάμου-> οίβα = είχα (το –μ– ως όμοιο με –β– αποβάλλεται)
αβιάι -> αίβιβ = είχες
αβιά -> αίβα = είχε
αβιάμου-> οίβαμα = είχαμε
αβιάτου-> οίβατα = είχατε
αβιά -> αίβαβ = είχαν
Παράδειγμα στον Αόριστο Οριστικής
[= αβούι ουν’ όρε = είχα μία φορά]
[αβούι = οίβα = είχα, ουν’ όρε = νύε νορέ = μία φορά]
[αβούμου ουν’όρε = είχαμε μία φορά]
Αόριστος
αβούι -> οίβα = είχα
αβούις-> οίβις = είχες
αβού -> αοβα = είχε
αβούμου -> αόβαμυ= είχαμε
αβούτου -> αόβατυ = είχατε
αβούρε -> αέβαρ = είχαν, αόβαρε = είχανε
Μέλλων
ους άμου :> ςο = θα, άμο = έχω
ους άι :> ςο = θα, άςαις = έχεις
ους ’άμπε:> ςο = θα, έπαεμ= έχουν
ους αβέμου:> ςο = θα άβουμε= έχουμε
ους αβέιτς :> ςο = θα άβετι = έχετε
ους ’άμπε :> ςο = θα έπαεμ = έχουν
Ευκτική Αορίστου
ους αβιάμου:> ςο = θα αίβαμυ= είχαμε
ους αβιάι :> ςο = θα αίβις = είχες
ους αβιά :> ςο = θα αίβα = είχε
ους αβιάμου:> ςο = θα αίβαμυ = είχαμε
ους αβιάτου:> ςο = θα αίβατι = είχατε
ους αβιά :> ςο = θα αίβαβ = είχαν
Υποτακτική Ενενστώτος
σ΄ άμου :> σ’ = σα = να, άμο = έχω
σ΄ άι : > σ’ = σα = να, άσαις= έχεις
σ΄ άμπε:> σ’ = σα = να, έμαε = έχει (μ=χ. ή και π =χ)
σ΄ αβέμου:> σ’ = σα = να, άβουμε= έχουμε
σ΄ αβέτς :> σ’ = σα = να, άβετε = έχετε
σ΄ άμπε :> σ’ = σα = να, έπαεμ = έχουν
Υποτακτική Αορίστου
σ’ αβιάμου:> σ’= σα = να, αίβα = είχα (-μ- ως όμοιο με -β- αποβάλλεται)
σ’ αβιάι :> σ’= σα = να, αίβις = είχες
σ’ αβιά :> σ’ = σα = να, αίβι = είχε
σ’ αβιάμου:> σ’= σα = να, αίβαμυ = είχαμε
σ’ αβιάτου >: σ’ = σα = να, αίβατι = είχατε
σ’ αβιά :> σ’ = σα = να, αίβαβ = είχαν
Ενεστώς (με άρνηση)
νου άμου:> νύν = δεν, άμο = έχω
νου άι :> νύν = δεν, άβαι = έχει
νού άρι :> νύν = δεν, άραι = έχει
νου αβέμου:> νυν = δεν, άβουμε= έχουμε
νου αβέιτς:> νυν = δεν, άβιτε = έχετε
νου άρου :> νυν = δεν, άρουρ = έχουν
*****************
Αρσενικό γένος
αβούτου = πλούσιος, αυτάρκης -(αυτάρκης, αυτός που έχει ζώα, κτήματα -τα «υπάρχοντα»)
αβούτου = ο πλούσιος, ο αυτάρκης
αβούτς = πλούσιοι, αυτάρκες
αβούτσιε = οι πλούσιοι, οι αυτάρκεις
αλ αβούτσλου = των πλούσιων, των αυταρκών
Θηλυκό γένος
αβούτε = πλούσια, αυτάρκης
αβούτα = η πλούσια, η αυτάρκης
αβούτι = πλούσιες, αυτάρκεις
αβούτιλι = οι πλούσιες, οι αυτάρκεις
αλ αβούτιλου= των πλουσίων, των αυταρκών =
Στο Ιδίωμα των Αρειμενίων το –α– της λέξης αβούτου είναι επιτατικό (βλ. α ἐπιτατικόν: σημαίνει ὅ,τι καὶ τὸ ἄγαν, ἤτοι πολύ, παρὰ πολύ (λίαν, πάνυ σφόδρα), ἐπιτείνει δὲ την ἔννοιαν τῆς λέξεως μεθ’ ἧς συντίθεται. [….]
(ΛΑΕΓ, Ἰωαν. Σταμ.).
Βλ. και
ἀβούτης: ἀκτήμων (Ἡσύχιος)
α–βούτης, –ου (α στερ.+βοῦς)∙ ὁ μὴ ἔχων βώδια ║ ἀκτήμων, πτωχός.
(ΛΑΕΓ-Ιωαν. Σταμ.)
πλούτος,* υπάρχον = αβέρι*
ο πλούτος -ο υπάρχον = αβέρα
πλούτη -υπάρχοντα = αβέϊρ
τα πλούτη -τα υπάρχοντα= αβέρι΄λι
του πολύ πλούτου.
των πολλών – των υπαρχόντων = αλ αβέριλου
[* Η λέξη «πλούτος» (ενικό με πληθυντική σημασία) ανταποκρίνεται κατά περίεργο τρόπο στην λέξη του Ιδιώματος «αβέρι», η οποία στην κυριολεκτική σημασία της εννοεί «εκείνο το πρόσωπο που γεννήθηκε μέσα στα πλούτη», ενώ απροσώπως ερμηνεύεται ως «αφθονία αγαθών».
«σιαμιντέ του αβέρι = γεννήθηκε στα πλούτη»
Αλλά και
«κού Μάλε μούλτε = με υπάρχοντα πολλά»
Στο Ιδίωμα υπάρχει και η έκφραση:
«Μάλα ανόστε* έστι ατσά τσι αβέμου», που σημαίνει
«Τα αγαθά τα δικά μας είναι αυτά που έχουμε».
«[ανόστε*= τε ανότενα = τα ημέτερα, τε τενά νας = τα δικά μας]
Η λέξη «μάλα» δεν είναι άλλη από το επίρρημα της Αρχαίας Ελληνικής «μάλα» (Συγκριτικός: μᾶλλον, Ὑπερθετικός: μάλιστα) , το οποίο σημαίνει: πολύ, παρὰ πολύ, λίαν, ἄγαν, πάνυ, σφόρδα, καθ’ ὑπερβολήν, ὅλως, ὅλως διόλου, ὁλοτελῶς.] (Βλ. και στο ετυμολογικό λεξικό στην λέξη «Μάλα»)
(σ’ άμου = να έχω)
(σ’ άι = να έχει)
(σ΄άμπε = να έχει)
***
(Ιταλ.: avere = να έχω)
(Λατ.: habere = να έχω)
(Λατ. habeο, Γερμ. haben, Ρουμ. Avea, Γαλ. Avoir, Αγγλ. have).