Ρέου = Ποταμός

Ρέου = Ποταμός,  (η λέξη   « ποταμός »  στο  ιδίωμα των  Αρειμενίων  είναι  «Ρέου»,  η λέξη είναι  Ελληνικότατη,  πρβλ.  ρέον ύδωρ, ροή υδάτων,    δες και στο  Ετυμολογικό  λεξικό  στην Λέξη:  ΡΕ’Ω. 


Ρέου = Ποταμός,  ( για την Ετυμολογία της λέξης «Ρέου» βλ.:

    ῥο-ώδης, ες (ῥόος+εἶδος)ρέων, ρευστός, ὑγρός ΙΙ κυματώδης, ὁρμητικῶς ρέων, τρικυμιώδης.

    ῥῠᾱξ, -ᾱκος, ὁ (ῥέω). ρεῦμα ὁρμητικώς ρέον, χείμαρρος σχηματιζόμενος μεταξύ τῶν ὀρέων και ἐξογκούμενος ἐκ τῶν  βροχῶν  ΙΙ ρεῦμα λάβας ἡφαιστείου [δι’ ἐτυμ. βλ. ῥέω ]

    ῬΕ’Ω, μέλλ. ρεύσομαι. ἀττ. μελλ. ῥυήσομαι καί ἀόρ. β’ ἐρρύην, ἐν παθητ. τύπῳ ἀλλά μετά ἐνεργ. σημ..  πρκ. ἐρρύηκα. ὡς καί vῦv, ρέω, τρέχω, ἐκρέω, ρέω ποταμηδόν, ἀναβρύω || γαῖα ῥέεν αἳματι – τό αἷμα ἔρρεε ποταμηδόν ἐπί τοῦ ἐδάφους || ὡσ. μετά αἰτ. συστ. ἀντικ.: ῥείτω χώρα γάλα (μέλι κ.τ.ὃ.)= ἂς ἀναβλύζη (ὁ τόπος) γάλα, μέλι… || ῥέω ἀπό χιόνος= λαμβάνω τά ὓδατά μου ἀπό τηκομένης χιόνος. 2) μτφρ., ἐπί ρεύματος (ροῆς) λόγων, ρέω, κυλώ. 3) πίπτω, στάζω, σταλάζω, φθίνω, χάνομαι. 4) λυώνω, διαλύομαι, τήκομαι.- ΙΙΙ μτβτ., χύνω, ἀφίνω (κάμνω) τι νά ρεύση, τά ἐκχέω.

    Ἐτυμ.: ῥέω (*σρε)= σαvκσρ. Srάvati.   ὁμηρ. ῥόος,  (κυπρ. ράFος),  ἀττ. ῥοῦς: σανσκρ. srava-h,  παλ-σλαυ. o-strovŭ (νῆσος, δηλ. κάτι πέριξ τοῦ ὁποῖου ὑπάρχει ροή ῥοή: σανσκρ. giri-srava, λιθ. Sravά. ῥυτός = σανσκρ. sruά-h.  περίρρυτος = σανσκρ. parisruta-h. ῥεῦμα: παλ-ιρλ. srūaim,  παλ-bret. strum (= copia lactis), παλ-γερμ. stroum,  ἀγγλ-σαξ. stréam,  παλ-norr. straumr (germ. *strauma,  ἰαπ. *strou-mo),   θρᾳκ. Στρῡμών (ὁ ποταμός, μετά προσφ. men-), Στρῡμη (ὂνομα πόλεως),  λεττ. straume (προσφ. –-),  πολ. stru- mien. (ῥύαξ). ῥύσις: σανσκρ. srutih. ῥυάς, –άδος, ῥύαξ, –ακος. ῥύδην, ῥυδόν. ἀκαλαρρείτης, βαθυρρείτης, ἐϋρρείτης: σανσκρ. Sravάt– (ποταμός).  ῥέεθρον, ἀττ. ρεῖθρον μετά μακροῦ ριζ. φων. ῥώομαι, σανσκρ. μτβ. ἐνεργείας srāvayati, –srāva-h,   λιθ. s(t)rové (ποταμός),  λεττ. strawe (ποταμός). πρβλ. ἔτι σανσκρ. srō’tah,  παλ-περσ. rautah– νεο-περσ. rōd (ποταμός),   ἰρλ. sruth (ποταμός),   gall. ffrwd, παλ-corn. frot, bret. froud (χείμαρρος).  ἐξ ἰαπ. *s(e)reu-,   ὃπερ εἶναι ἐπέκτ. ἐκ τοῦ *ser(e)- τοῦ ἐν τοῖ: σανσκρ. Sάrati, sfsarti,  ἑλλ. ὁρμή  βλ. καί ἐν ῥυθμός

(ΛΑΕΓ-Ιωαν.Στ.)

Λέξεις με το γράμμα

Ρόσσου – κόκκινο

ρόσσου              = κόκκινο ρόσσιου       = το κόκκινο ρόσσι            = κόκκινα ρόσσι’λι   

Ρίπε – Κατηφόρα

Ρίπε           = Κατηφόρα Ρίπα           = η κατηφόρα Ρίπι            = κατηφόρες Ρίπι’λι        = οι κατηφόρες Αλ ρίπιλου = των κατηφοριών   ῬΕ’ΠΩ, μελλ. -ψω·  κυρ. ἐπί τῆς κλινούσης πρός τά κάτω πλάστιγγος, κλίνω, «γέρνω»,