Ρίπε – Κατηφόρα

Ρίπε           = Κατηφόρα

Ρίπα           = η κατηφόρα

Ρίπι            = κατηφόρες

Ρίπι’λι        = οι κατηφόρες

Αλ ρίπιλου = των κατηφοριών

 

ῬΕ’ΠΩ, μελλ. -ψω·  κυρ. ἐπί τῆς κλινούσης πρός τά κάτω πλάστιγγος, κλίνω, «γέρνω», πρός τά κάτω, πίπτω, καταβαίνω, λατ. vergere, inclinare || ἐντεῦθεν ἀπλῶς, πίπτω ἢ στρέφω (κλίνω) πρός τά κάτω. 2) ἐπί τῆς μιᾶς ἐκ τῶν δύο   ἀντιμαχομένων   μερίδων, ἐπικρατῶ,

ὑπερισχύω.  3) ἐπί προσώπων, ὡς καί νῦν, ρέπω πρός τι πρᾱγμα, ἔχω ροπήν πρός τι, κλίνω πρός τι, εὐμενώς διάκειμαι πρός τι. 4) ἐπί ὐποχρεώσεων, καθηκόντων, πίπτω ἐπί τίνος, περιέρχομαι εἲς τινα, μεταβιβάζομαι εἰς τινα. 5) ἐπί γεγονότων, πίπτω, συμβαίνω, κατά τινα τρόπον || συνηθίζω νά καταλήγω εἲς τι. – II μτβτ., κάμνω τήν πλάστιγγα νά κλίνη πρός τοῦτο ἢ ἑκεῖνο τό μέρος || ἑντεῦθεν ἑν τῷ παθητ., ἲσως ρέπομαι = ἰσορροποῦμαι,

ἰοοφαρίζομαι,  εὐρίσκομαι  ἑν ἰσορροπίᾳ.

Ἐτυμ.: ῥέπω· ῥοπή. ἀντί-ρροπος. ἑτερο-ρρεπής. ρέπω <*Fρέπω, ἰαπ. *verp-,  *vrep- (κάμπτω, στρέφω). βλ. ῥαπίς, ῥάπτω, ῥάβδος, ῥάμνος.

 

     ἘΡΕΙΠΩ, μέλ. ἐρείψω ἀόρ. α’ ἤρειψα. -Πθρ. ἀόρ. α’ ἠρείφθην πρκ. ἐρήριμμαι. -καταρρίπτω, καταβάλλω, κατασχίζω, κατεδαφίζω, κατακρημνίζω, καταστρέφω ΙΙ ἐρείπει γένος θεών τις = κάποιος θεός κατακρημνίζει (συντρίβει) τήν φυλήν («γενιά») των. -Παθητ. κατακρημνίζομαι, πίπτω εἰς ἐρείπια: τεῖχος ἐρέριπτο (ἐπ. ὑπερσ. ἀντί ἐρήριπτο). -Παρά Πινδ. μτχ. παθ. ἀορ. β’ ἐρῐπείς, δοτ. ἐριπέντι = πεσών, πεσόντι. -II ἀμτβ. ἐν τῷ ἀορ. β’ ἤρῐπον, ἐπ. ἒρῐπον, πρκ. β΄ ἐρήρῐπα.  καταπίπτω, σκοντάπτω || πίπτω πρηνής.-[πρβλ. ποιητ. ρίπνη (= κατωφέρεια, πλευρά.  ἐρείπιον.  λατ. ripa.   ἐξ ἰαπ. ῥ. *(e)reip.].

(ΛΑΕΓ-Ιωαν.Στ.)

 

« ἐξ  ἰαπ. ῥ.  *(e)reip.].»   – και  από *(e)reip > ripe -> Ρίπε = κατωφέρεια – κατηφόρα.   Και   στο  Ελληνικό Μητρικό Ιδίωμα των  Αρειμενίων (Βλάχων)  ,,ρίπε  = κατηφόρα’’ 

 

 

ῥῖπος.  έδαφος προς κοίτην

ῥοπαῖς.  κλίσεσι

ῥοπή.   κλίσις, νεῦμα. [ῥάβδος] δύναμις, βοήθεια.

                                     (ΗΣΥΧΙΟΣ ΛΕΞΙΚΟΝ)

 

 

Ας  δούμε  και τι  αναφέρει το:

( ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ  ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΠΡΩΗΝ  ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΥ

ρίπᾰ,  οὐσ.  θηλ.,   ρίπι πληθ.  (ripă,  ripi)= πρόσαντες,  κρημνός.  Ἐκ τοῦ Λατ.  ripa = ὂχθη,  και ἀκτή. Ἲδε και ᾰριπιντίνα.  ῥουμ.  ripă = ὂχθη,  ἀκτή,  ἰτ. ripa,  ἰσπ.  πορτ. riba,  γαλ.  Rive, σλαβ.  rip. )

*****

« ῬΕ’ΠΩ, μελλ. -ψω·  κυρ. ἐπί τῆς κλινούσης πρός τά κάτω πλάστιγγος, κλίνω, «γέρνω», πρός τά κάτω, πίπτω, καταβαίνω, λατ. vergere, inclinare || ἐντεῦθεν ἁπλῶς, πίπτω ἢ στρέφω (κλίνω) πρός τά κάτω.»

 

Τον συγγραφέα του «Κουτσοβλαχικού Λεξικού», πιθανώς  δεν θα τον ενδιέφερε η  Ελληνική γλώσσα, και δεν έψαξε για την  Ρίζα της λέξης  « Ρίπε,   – Ρέπω: > κλίνω προς τα κάτω».  Από την κλίση προς τα κάτω έχουμε   κάτω + φορά > Κατηφόρα,  και επομένως   όλες οι γλώσσες που αναφέρει το  «Κουτσοβλαχικό Λεξικό» για την λέξη «Ρίπε» έχουν την Ελληνική Ρίζα «Ρέπω > Ρίπε», με  αλλαγή των φωνηέντων , συν  ότι:

«Ρίπε            = κατηφόρα»,  και

«ανίφουρου = ανηφόρα»

«ανίφουρου= η ανηφόρα»

«μπέχρου      = κρημνός, βάραθρος»,

«μπέχρου     = ο κρημνός, ο βάραθρος»,  και

«μάρτζινε     = ακτή, όχθη»,

«μάρτζινα    = η ακτή, η  όχθη».

Λέξεις με το γράμμα

Ρόσσου – κόκκινο

ρόσσου              = κόκκινο ρόσσιου       = το κόκκινο ρόσσι            = κόκκινα ρόσσι’λι   

Ρέου = Ποταμός

Ρέου = Ποταμός,  (η λέξη   « ποταμός »  στο  ιδίωμα των  Αρειμενίων  είναι  «Ρέου»,  η λέξη είναι  Ελληνικότατη,  πρβλ.  ρέον ύδωρ, ροή υδάτων,