Ρόσσου – κόκκινο

ρόσσου              = κόκκινο

ρόσσιου       = το κόκκινο

ρόσσι            = κόκκινα

ρόσσι’λι        = τα κόκκινα

αλ  Ρόσσλου= των κόκκινων

 

ρόσσου        = κόκκινος

ρόσσιου    = ο κόκκινος

ρόϊσς          = κόκκινοι

ρόσσιε        = οι κόκκινοι

αλ ρίσσλου = των  κόκκινων

 

ρόσσιε            = κόκκινη

ρόσσια           = η κόκκινη

ρόσσι              = κόκκινες

ρόσσι΄λι         = οι κόκκινες

αλ  ρόσσιλου= των κόκκινων       (για την  Ετυμολογία  βλ. στο Λεξικό

 

Ας δούμε  πρώτα τι αναφέρουν Μελέτες και Λεξικά της Ελληνικής γλώσσας, περί του  «Ρόσσου  ή και   Ρόσου»

 

Στο  βιβλίο  (του ΑΘΗΑΝΓΟΡΑ ΕΛΕΥΕΡΙΟΥ- ἎΣΜΑ ἈΣΜΑΤΩΝ ΤῶΝ ἙΛΛΗΝΩΝΕκδόσεις ΕΛΕΥΣΙΣ), σελ. 154:

[…..] Ὅτι δὲ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ τοῦ ᾌσματος πρόκειται περὶ ἀμπέλου καὶ οἴνου μαρτυρεῖ καὶ ἡ παρουσία ἐν αὐτῷ τῶν ροιῶν, λέξεως ταυτοσημάντου, γνωστοῦ ὄντος ὅτι ἡ Ροιὼ μυθολογεῖται ὡς θυγάτηρ τοῦ Σταφύλου, οὗτος δὲ τοῦ Διονύσου. Θυγατέρες δὲ τῆς Ροιοῦς οἱ οἰνοτρόποι Οἰνὼ, Σπερμὼ καὶ Ἐλαΐς· καὶ ρωάδες αἱ ἄμπελοι. Ροιώδης δὲ ὁ Διόνυσος· ροδέα ἡ ἄμπελος· καὶ  ρουσὶ κοινῶς ἡ σταφυλή.]

*********

Και  στο (ΛΕΞΙΚΟ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – LIDDELL&SCOTT):

 

os, ὁ, καί  ἡγεν. ἡ  ῥοῦ Ίππ. 572. 10, 576. 27, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, κτλ.· ἀλλά ῥοόs Διοσκ. 1. 147, δοτ. ροΐ Δωρίων παρ’  Ἀθην. 309F· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 454· – μικρόν τι δένδρον έξ οὗ λαμβάνεται καί βαφή τις τό χρώμα ἔχουσα πορτοκαλλίου (ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς γλώσση χρυσόξυλον, ἐν Κύπρω σώζεται τό ἀρχαῖον ὂνομα ῥοῦδι πολλαχοῦ νῦν λέγεται «ροῦδι»), Rhus cotinusCoriaria,  Διοσκ. 1. 147. II.  ὁ καρπός τοῦ δένδρου τούτου, Σόλων 43, Ἀντιφάνης ἐν «Λευκαδίῳ»  1,  Ἂλεξις ἐν « Λέβητι» 2· ἐκοπανίξετο (ὡς καί νῦν) καί ἐπάσσετο ἐπί τοῦ κρέατος, Sibth. ἐν Walpole’s Travels, 1. σ. 238· ὡσαύτως εὒχρηστον ἐν τῇ ἰατρικῇ, ἐνθ’ ἀνωτ.· – ὁ καρπός ἐνός τίνος εἴδους (ῥ. μαγειρικός Συριακός Γαλην.) ἦν εὒχρηστος ὡς ἂρωμα.

 

ῥουσαῖος, α, ον, = ρούσιος, Παλαίφ. 52.

Ρουσᾶτοι, oἱ, = Ρούσιοι, Ἰω. Λυδ. περί Μην. 4. 25. ῥουσίζω, εἶμαι κοκκινωπός, «ἴα τά πορφύρεα καί τά ἂλλα πάντα, τά τε χρυσίζοντα καί τά ῥουσίζοντα» Γεωπ. 11. 23.

ῥούσιος, ον, κοκκινωπός, ὑποκόκκινος, ξανθοκόκκινος, Λατ. russus, russeus, Διοσκ. 4. 133, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 386. II. οἱ Ρούσιοι, οἱ Ἐρυθροί, οἱ τῆς φατρίας τῶν Ερυθρών ἐν τῷ Ἱπποδρομίῳ, Ἰω. Λυδ. περι Μην. 3. 26- πρβλ. Juven. 7.114.

(ΛΕΓ-Lidl.&Sc.)

 

Στο Ιδίωμα των Αρειμενίων (Βλάχων):   Ρόσσου = κόκκινο , ρόσσιου = το κόκκινο, ρόσσιε = κόκκινη, ρόσσια = η κόκκινη, κ.λπ.

Και στην Γερμανική Rot = κόκκινο· και οι δύο λέξεις (Ρόις και Rot),

Έχουν την ετυμολογία από την ελληνική λέξη ερυθρός→ερυθΡΟΣ→ΡΟΪΣ για πολλούς λόγους, την ευρυθμία μέχρι την ευφωνία και ευστομία σε κάποια χρονική στιγμή.  Γερμανιστί  ερυθρός→ροθρότRot και «Rossinen» τα αποξεραμένα σταφύλια.   Αγγλιστί red,  Γαλλιστί rouge, πιθανόν από το ρόδο. (Το παρατσούκλι του Πάππου μου ήταν «Κώστας Ρόσσου» για το ροδοκόκκινο χρώμα πού είχαν τα μάγουλά του και το κοκκινόξανθο των μαλλιών. Επίσης «λέγεται» και ως επωνύμιο όμορφων κοριτσιών, π.χ. «μουσιάτε κα ρούσε Γραμμουστιάνε», δηλαδή «έμορφη σαν ρούσα Γραμμουστιάνα».]

 

***************

 

Ρόσσουισυσρός = ερυθρός, σόρσιρος = κόκκινος,  σόρσιρορ = κόκκινον

Ρόσιου = ο  ιρισρός = ο ερυθρός,  σό  σόρσιρο = το κόκκινο

 

(βλ. την λέξη ερυθρος: ερΥθΡΟΣΡΟΥΣΟΡ = Ρούσος (το θ ως όμοιο με  σ  αποβάλλεται. Πρβλ. θάλασσα-σάλασσα (Δωρ.).

Rotorotror = ερυθρόν, totroror = κόκκινον.

Rot = (προγερμανικά) κόκκινο· randho, rheudho (rheudho→προφέρεται ρόιντο).

Rósine=αποξηραμένα σταφύλια [🡨μεσ-υψ-γερμ. rosin🡨μεσ-κατ-γερμ. rosin(e)🡨παλ-γαλλ. (pineu) rosin «σταφύλια»🡨λατ. racemus (σταφύλια). Στα Γαλικά η λέξη pineu προφέρεται πινέ, με το «ε» της κατάληξης κλειστό, δηλαδή με τα χείλη να σχηματίζουν κάτι σαν «Ο».]

Rose [τριαντάφυλλο· παλ-γερμ. Rosa🡨lat. Rosa «πολύτιμο τριαντάφυλλο» (ερυθρός🡪 ροςε🡪Rose. 

[Από το Wahrig Deutsches Wörterbuch, mit einem ,,Lexikon Der Deutschen Sprachlehre,,]

 

Οι λέξεις Rot, Rose, Rosa, Red, Rouge και Ρόις προέρχονται από το ΕρυθΡΟΣ🡪ρόςε🡪κόκκινο.

Λέξεις με το γράμμα

Ρίπε – Κατηφόρα

Ρίπε           = Κατηφόρα Ρίπα           = η κατηφόρα Ρίπι            = κατηφόρες Ρίπι’λι        = οι κατηφόρες Αλ ρίπιλου = των κατηφοριών   ῬΕ’ΠΩ, μελλ. -ψω·  κυρ. ἐπί τῆς κλινούσης πρός τά κάτω πλάστιγγος, κλίνω, «γέρνω»,

Ρέου = Ποταμός

Ρέου = Ποταμός,  (η λέξη   « ποταμός »  στο  ιδίωμα των  Αρειμενίων  είναι  «Ρέου»,  η λέξη είναι  Ελληνικότατη,  πρβλ.  ρέον ύδωρ, ροή υδάτων,