τίνι = εσύ – (πρβλ. ,,τύνη’’ στην δωρ. διάλεκτο ,, εσύ’’ βλέπε και
« δωρ. τίν, ὁμηρ. τεΐν (*τεFιν), ὡσ. τεῖ και τίνη», περισ. Βλ. στο Ετυμ. Λεξ.
——————–
τίνι, ή τύνη, ή τίνη = εσύ. (για την ετυμολογία βλέπε τι αναφέρετε στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας )
ΣΥ’, δωρ. ΤΥ’, προσωπ. ἀντών. β’ προσ.. ὡς και νῦν, σύ, «ἐσύ» || ἐπ. ὀνομ. τύνη· γεν. σου, δοτ. σοί, αἰτ. σε (ἐγκλιτ. σου, σοι, σε)‘ ὑπάρχουσιν ἐπίσης ἐπ. τύποι : γεν. σεῦ, σέο, σεῖο, σέθεν‘ (ἐγκλιτ. σεῦ, σέο· δωρ. τεῦ, σπαν. τέο, ἐκτετ. τεοῦ και τεοῖο. αἰολ. Και δωρ. τεῦς καί τεοῦ (ὡσ. και τίω, τίως, τίος, κρητ. τέορ, ἐγκλιτ. τεος), – ἰων. καί ἐπ. δοτ. τοί. ἰωρ. τεΐν καί τίν. – δωρ. αἰτ. τέ. ἐγκλιτ τύ. -δυϊκ. ὀνομ., αἰτ. σφώι, σφώ, γεν., δοτ. σφώιν, σφὡν. – πληθ. ὑμεῖς, αἰολ. καί ἐπ. ὒμμες, δωρ. ὑμές, βοιωτ. οὐμές, ἀσυναίρ. ἰων. ὑμέες, ὑμών (καί ὑμέων, ὑμείων, αἰολ. ὑμμέων, βοιωτ. οὐμίων), ὑμίν, ἡ ὑμῖν (ὡσ. ὓμιν, ὗμιν, αἰολ. ὒμμι και ὒμμιν), ὑμᾶς, ἐπ. ὓμεας, αἰολ. καί ἐπ. ὒμμε, δωρ. ὑμέ.
Ἐτυμ.: σύ (μετά σ- προερχομένου ἐκ τῶν πλαγίων πτώσεων, ὃπου σ– (tv-), δωρ. τύ (βοιωτ. τούν μετά ου=ū)’ ὁμηρ. τῡνη, λακ. τούνη, κατά τά ἐγών, ἐγώνη‘ ἐξ ἰαπ. *tu, tū ἐν τῷ Ζενδ. tū (καί ἐκ παραλλ., μετά τήν ἀρειανήν περίοδον *tuv-άm ἐν τῷ σανσκρ. t(u)vάm < Ζενδ. tūm, παλ-περσ. tuvam), ἀρμ. du, άλβ. ti (*tū), λατ. tū, ἱρλ. tu-ssu, tusso καί tū (ἰαπ. *tū ἡ *tu), γοτθ. þu, παλ-γερμ. dū du, παλ-σαξ. thū. παλ-norr. þύ, þu, þo, λιθ. tù (ἰαπ. *tū ἡ *tu), παλ-πρωσσ. tou ou=ū), παλ-σλαιι. ty. – αἰτ. σε (*τFέ), δωρ. τε (ἰαπ. *te), καί τύ (ὀνομ. ἐπέχουσα θέσις αἰτ.). τό βοιωτ. τίν δέν ἐρμηνεύεται ἰκανοποιητικῶς. -ὁμηρ. γεν. σεῖο (*τFεῖο) σέο, σεῦ, ἀττ. σοῦ, δωρ. τέο, τεῦ, τίω, τέος, πρβλ. Ἡσυχ *τέορ. σοῦ. Κρῆτες» , τεῦς, τίως. – δοτ. σoί ( τFoι = σανσκρ. tvē‘), δωρ. τοί, καί ἐγκλιτ. τοί (> ἀττ. το = βεβαίως) = σανσκρ. tē. δωρ. τίν, ὁμηρ. τεΐν (*τεFιν), ὡσ. τεῖ και τίνη. – κτητ. ἐπίθ. σός, λεσβ., δωρ. τεός, βοιωτ. τιός *tvo-s, *tevo-s : σανσκρ. tvά-h, ἀλβ. ü-t, αἰτ. ten-t, λατ. tovos (=τεός), tuo, ὀσκ. tuvai (=λατ. tuae) ὀμβρ. touer, tuer (=λατ. tui), tuua, tua (=λατ. tua), λιθ. tᾱvas (=σός).
(ΛΑΕΓ-Ιωάν. Στ.)