Γ:
γιά = πάρε, λάβε
γιά = παίρνει, λαβαίνει
γιά’λι = πάρε τα (πάρ ΄τα, λάβε τα)
(λόρε = πήρανε, λάβανε)
(λότσ’λι = πάρτε τα, )
γιέου = παίρνω, λαβαίνω
γιέ = παίρνεις, λαβαίνεις
γιά’ου = λάβε το, πάρε το
για’ ου λάβε την, πάρε την
γιάρμπε = γρασίδι -χορτάρι
γιάρμπα = το γρασίδι -το χορτάρι
γιΐνιε = αμπελώνας -αμπέλι
γιΐνια = το αμπέλι,
γιΐνιϊ = αμπέλια
γιΐνιί’λι = τα αμπέλια
αλ γιΐνιϊλου=των αμπελιών