Η Γλώσσα των Αρειμένιων – Βλάχων

Σχεδόν όλοι οι μελετητές της Γλώσσας των Βλάχων συμφωνούν πως η γλώσσα τους προέρχεται από την Λατινική Γλώσσα, υποστηρίζοντας πως Ρωμαίοι λεγεωνάριοι αναμείχθηκαν με τους Βλάχους και (αυτοί) μίλησαν την Λατινική Γλώσσα. Αυτό γιατί δεν έγινε με τους υπόλοιπους Έλληνες; Αυτά είναι απαράδεκτα. Η Γλώσσα τους πρέπει να ελεγχθεί από γλωσσολόγους και γνώστες της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, για να αποφανθούν μέσα από το γλωσσικό τους ιδίωμα, αν είναι ελληνικό ή όχι.

Από μια έρευνα που έκανα στην Γλώσσα μας, την Ελληνική μας Γλώσσα, διαπιστώθηκε πως στο παρελθόν δεν γραφόταν και διαβαζόταν όπως εμείς την διαβάζουμε και γράφουμε σήμερα.  Διάβαζαν από το μέσο της λέξης προς τα αριστερά και μετά το υπόλοιπο τμήμα της ή και το αντίθετο, ενώ τα γράμματα είχαν πολυπροφορά.  Αυτή η πολυφωνία τον γραμμάτων έγινε αιτία να αλλάξει στις διάφορες ελληνικές φυλές η δομή των λέξεων και η προφορά τους. Ένα παράδειγμα θα μας πείσει, αν μελετήσουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ελληνικές διαλέκτους (Αιολική-Δωρική-Ιωνική και λοιπές ιδιωματικές γλώσσες).

Από το α έως το ω, το αρχαίο ελληνικό λεξικό του Liddell- Scott (μετάφραση Κωνσταντινίδου) αναφέρει πληθώρα φωνητικών διαφορών μεταξύ των διαλέκτων, οφειλόμενων στην πολυπροφορά των λέξεων. Π.χ.  α = και ε, όπως αγαθός-αγεθός, γ = και κ, όπως αγαθόν-ακαθόν, ζ= και γ, όπως άζερος – αγαθός, τ = και θ, όπως αγαθός-άσεκτος  και πολλές άλλες πολυφωνικές διαφορές (αλλαγές).

Αυτό φανερώνει πως οι ελληνικές φυλές, ανάλογα με το μέρος που ζούσαν, είχαν φωνητικές αποκλίσεις και μεταβολές, γιατί διάβαζαν διαφορετικά τα γράμματα των λέξεων, δίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και πλήθος συνωνύμων, από τα οποία χαρακτηρίζεται η Ελληνική Γλώσσα. Η λέξη ήταν συνθέτη, έχοντας και τα χαρακτηριστικά γράμματα που έδιναν τον ορισμό της λέξης, πληροφορίες, συνώνυμα και γινόταν μ’ αυτόν τον τρόπο η αυτοανάλυσή της.         Ήταν σαν ένα λήμμα εγκυκλοπαίδειας.

Έτσι λοιπόν, τα φύλα, τα ελληνικά γένη που βρίσκονταν σε διάφορες περιοχές απομακρυσμένες από τα κέντρα, τις πόλεις, κρατούσαν περισσότερο την καθαρότητα της πρωτογενούς Ελληνικής Γλώσσας από αυτά των πόλεων, που έρχονταν σε επικοινωνία με άλλους ή επέβαλλαν αλλαγές στο γλωσσολογικό τους σύστημα.

 

Οι Βλάχοι είναι ένα από τα ελληνικά ποιμενικά φύλα της Ελλάδας. Ορεσίβιοι νομάδες, γύριζαν από το ένα βουνό στο άλλο. Κράτησαν την πανάρχαια Ελληνική τους Γλώσσα. Πότε ήλθαν σε επαφή με τους Λατίνους και άλλαξαν την δομή της γλώσσας τους και μιλάνε εκλατινισμένα; Αυτό προϋποθέτει μεγάλη επικοινωνία, εκτεταμένη, χρονικά και χωροταξικά, ανάμειξη των λαών, επιβεβλημένη ομιλία της Λατινικής Γλώσσας και απώλεια της μνήμης της ελληνικής εθνικότητας.

Αυτοί ζούσαν στα βουνά, στα ορεινά μέρη κι άλλαζαν συνεχώς τόπους για βοσκή. Ο περίφημος αυτός εκλατινισμός γιατί δεν έγινε και για τους λοιπούς Έλληνες, που ζούσαν στα ορεινά μέρη; Οι άνθρωποι αυτοί δεν ομιλούν την Λατινική Γλώσσα, και είναι ντροπή μας να επιμένουμε. Μιλούσαν την γλώσσα των πατέρων τους χωρίς αναμείξεις και χωρίς προοδευτικές φωνητικές αλλοιώσεις.

Ένας φίλος μου Βλάχος από το Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου του κλάδου Αρειμέϊοιν, ο κ. Γραμμόζης Αριστέας, μου έγραψε μία επιστολή στην οποία αναφέρει προτάσεις της συνομιλίας του με τον παππού του και πολλές άλλες λέξεις στο ιδιαίτερο ιδίωμά τους. Αναλύθηκαν οι λέξεις, οι οποίες και επισυνάπτονται μαζί με την επιστολή, και θα διαπιστώσετε ότι μιλάνε την Ελληνική Γλώσσα, όπως την μιλούσαν στους πολύ παλιούς χρόνους και με πολυπροφορά των γραμμάτων. Ήταν ένα παρακλάδι της διαλεκτικής ομιλίας των Δωριέων και Αιολέων.

Παραθέτουμε τις προτάσεις που είναι στην Βλάχικη Γλώσσα, όπως μας τις έγραψε στην επιστολή του. Και πρώτα-πρώτα αναλύουμε την λέξη Βλάχος.

Βλάχος: Το θέμα της το βρίσκουμε στην ελληνική ρίζα βληχάομαι = βληχώμαι, που σημαίνει βελάζω– και βληχή = βέλασμα, και βλαχή (μεγάλη σχέση με τους αμνούς, τις αίγες και τους βούς).  Στο λεξικό του Liddell -Scott (μετ. Κιονσταντινίδου) βρίσκουμε τα εξής σχετικά με τις φωνές αυτών των ζώων.

Σχετικά με τις αίγες (στην Ιλιάδα Δ 453 εν χρήσει παρ’ Ομήρω επί αιγών είναι η λέξη μηκάς στον πληθ. αρ. μηκάδες  αίγες, σελ. 153, αλλά και μυκάομαι επί βοών. Το δε ρήμα βληχάομαι και για τα τρία είδη των ζώων. [Liddell-Scott, σελ.495, «βληχάομαι». Φαίνεται ότι το βληχώμαι εχρησιμοποιείτο για όλα τα ζώα: αρνιά, αίγες, βόδια.]

Διαβάζουμε την λέξη Βλάχος με το πολυφωνικό αλφάβητο.

Βλάχος = ο αβλοσλόχος = αμνοτρόφος = ο τρέφων αμνούς ο φροντίζων αμνούς. (Στο πολυφωνικό αλφάβητο το β είναι και μ, διότι χαρακτηρίζεται ως χειλεόφωνο υγρό, όπως στις λέξεις μεμβράς-βεμβράς. (Τα χειλικά είναι π, β, φ), λ=ρ, όπως στις λέξεις ήλθε-ήρθε, *γλώσσα-γρούσσα,  ς = και σ, ς  αλλά και τ, όπως συ τυ (δωρικόν).

Βλάχος = βοσχός = βοσκός,  αβλάλ = αμνών (βλοβάχολ = προβάτων, αοχάλ = αιγών,  βοάλ = βοών), αοβόλος = αιπόλος,  βαοχόλος = βουκόλος  [χ = κ, τ, γ, όπως στις λέξεις χύτρα-κύθρα,  μέχρι-μέττα (από κρητ. ιδίωμα)]· από μέχρι διαβάστηκε μίχρε = μέτσα = μέττα, ψύχω-ψύγω,  λ = και ν, όπως στις λέξεις αϊβάνη-αϊβάλη = θύρα (Ζωναράς και Ησύχιος)· β = και π, όπως στις λέξεις βατείν-πατείν ).

  1. Βλάχος = Βλόαχς = Δρύοψ (Δρύοπος), ολάβος = ομάδος, Βαλοαός = Δωριεύς, αοσόχβαλ = αυτόχθων, ολαχόβοος = ορεσίβιος,  βοχσαλός = Θεσσαλός, αβαολόχας = Ηπειρώτης,  Λαχοβόλας = Μακεδόνας, χλόχσα = γλώσσα, αβοχάς = αμιγής (καθαρή), χαλός βοχαβολάς = χωρίς μεταβολάς (οβοβαοχσόαλ = επιμειξίες), χς=ξ, β=δ, θ, όπως στις λέξεις (βελφίς – δελφίς, αβάναυσος – ελευθέριος (από αβάναυσος διαβάστηκε οναυβάσυος = ελευθέριος, άβαλις = μοχθηρά ελαία (Ησύχ.)· από άβαλις διαβάστηκε βασβιλά = μοχθηρά, αλαία = ελαία)· ο=ι, υ, ω, ε, ο, όπως στις λέξεις αιγοπόδης-αιγιπόδης,  αιπός-αιπύς = υψηλός απόκρημνος,  αβίοτος-αβίωτος,  ρυπόω-ρυπέω’  λ= και δ, όπως λάσιος-δασύς).

Παρατίθεται ο διάλογος μεταξύ εγγονού και παππού στο γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων Κεφαλόβρυσου και ακολουθεί η ανάγνωση στην Ελληνική Γλώσσα:

Τσι ιχίμ νόι, πάππο; [Τι είμαστε εμείς, παππού;]

Τσι = Τι, (τ=τσ)

Ιχίμου = ιχμίμ = έσμέν = (είμαστε), α’ πληθυντικό του αρχαίου ελληνικού ρήματος ειμί. αλλά και: ιχίμου:> οίμιχο = είμεθα, οίμοχμι = είμαστε)

Νοι = ινοίν = ημείς (εμείς), αρχαία ελληνική λέξη· πρβλ. «Νώι».

 

πάππο-πάππε, πάππο, παππάο = παππού.

 

Παράθεση ανάλογης πολυπροφοράς ελληνικών γραμμάτων: χ = και σ, ς, όπως στις λέξεις  εχέβοιον – μεσάβοιον από εχέβοιον διαβάστηκε βεχέβοιον = μεσάβοιον = δερμάτινος ιμάς.  μ = τ όπως δρησμοσύνη-δρηστοσύνη, μ = και ν, όπως  μιν – νιν (αιολ.) = ημάς·  ι = και ε, η, όπως ιστίη – εστία, αΐσυλος-αήσυλος = πονηρός·  ν = και μ, όπως νάρκη – μάλκη,  α=ο όπως γράφω – γρόφοο (δωρ.), ο = και υ όπως όνομα – όνυμα.

Νόι ιχίμ Αρειμέϊοιν. Αίστου λόκου έστι ανόστ’ου, νι φιτέ, αό ναφλέμ’ου, σι σπουρέμ’ου, σ’ κα Κρέτσιε, σ’ κα Αρειμένιε.

[Εμείς είμαστε Αρειμένιοι. Αυτός ο τόπος είναι δικός μας, αυτός ο τόπος μας γέννησε, εδώ βρεθήκαμε και μιλάμε ελληνικά και αρειμένικα.]

Νόι = ινοίν = ημείς (εμείς).

Ιχίμου = ιχμίμ = εσμέν (είμαστε). οίμιχο = είμεθα, οίμοχμι = είμαστε

Αρειμέϊοιν = ερνανίε μινέ = ελλανία φυλή (ερνένιοι = ελλήνιοι, ερνάνιομ = ελλάνιον = ελληνικόν, μίναν = φύλον).

Μερενραί = Πελασγοί, Μαριέαν μινέ = Δωριέων φυλή, Μρέμαι = Βλάχοι, Μερναιμεί = Περραιβοί.

 

(Περαιβοί· κάτοικοι Περραιβίας, χώρας στα βόρεια της Ηπείρου με σπουδαία ιστορία.)  Αρείερ = Αρείας,  μινέρ = φυλής, Αρενίμιαρ = ορεσίβιος, νεάρ = λεώς (στην αττική διάλεκτο ο λαός, εξ ου και λεωφορείον) = λαός,  ριαμέναν = διαμένων, εν άρενι = εν όρεσι, Νρέμναι = Γράμμου, Μίνραι = Πίνδου,  Αμείραι = Ηπείρου.    (Μεταβολές πολυφωνικής προφοράς της λέξης Αρειμέϊοιν. (ρ=λ, γ, μ, ς, δ, όπως στις λέξεις νάρκη = μάλκη, ερίφιον = αιγίδιον (από ερίφιον διαβάστηκε οερίφιον = αιγίδιον), βάθρα = βαθμός (από βάθρα διαβάστηκε βαθράρ = βαθμός),  αυτός = αυτόρ, ούτορ – ούτος,  (οι Αιολείς ρωτάκιζαν, λέει ο Ησύχιος), ηνορέα = ανδρεία (από ηνορέα διαβάστηκε ηνρναέα = ανδρεία). ν = λ- σ, ρ, μ, όπως στις λέξεις αφανίζει – αμαλλοί (από αφανίζει = αφανίσδει διαβάστηκε  εφανσαί = αμαλλοί  (δ και ι, ως όμοια με  φ και ι,  αποβάλλονται)·   μ = και φ, π, δ, β, όπως στις λέξεις (μαδαρότης – φαλακρότης (από μαδαρότης διαβάστηκε μαραδρότης = φαλακρότης), άμβλωμα – αποβολή (από άμβλωμα διαβάστηκε αμωβωλά = αποβολή),  χαιρημών – χαιρηδών,  μορτός – βροτός  (μροτός) = θνητός.

 

Αΐστον = αυτοσί = ουτοσί = αυτός εδώ (αρχαία ελληνική έκφραση, η δεικτική αντωνυμία ούτος επιτείνεται με την προσθήκη του δεικτικού προσχηματισμού  «ι»).

 

Λόκου = κόκολ = τόπος, κόλολ – χώρος (κεχωρισμένον μέρος εδάφους), κολύολ = χωρίον = τόπος (ο = ου:  σε πολλές λέξεις αιολικές και δωρικές πρέπει να προφερόταν ως  ου, όπως βολά αντί βουλή και στους Ίωνες νούσος αντί νόσος, ούνομα αντί όνομα)·  κ = και χ, όπως στις λέξεις άκερα (πολυτελές ύφασμα)-αράχνη (αραχνοΰφαντο) (από άκερα διαβάστηκε αράκνε = αράχνη. [Κολούω· αποκόπτω, βραχύνω, περικόπτω, κολοβώνω.]

 

Έστι = είναι (γ’ ενικό του αρχαίου ελληνικού ρήματος ειμί).

 

Ανόστου = ανότανος = ημέτερος (κτητική αντωνυμία, αρχαία ελληνική λέξη) = νυτός νας = δικός μας, ή κα ι τυνός νας = δικός μας.

 

νι = viv (δωρ.) και μιν = ημάς (ινιν = ημάς). Ιωνικός τύπος  προσωπικής αντωνυμίας αιτιατ. πτώσεως (αρχαία ελληνική λέξη).

 

Φιτέ = έφιτε = έφυσε = γέννησε (γ’ εν. αορίστου του αρχαίου ελληνικού ρήματος φύω).  Υπάρχει και ρήμα φιτύω = γεννώ, με θέμα φιτυ-  και ρήμα φυτεύω (φιτει = φυτεύ-) ι = και υ, όπως μαντίον – μανδύας· τ = και σ, όπως τυ – συ). (Επίσης στο ΙΑΒ  την „συνεύρεση -συνουσίαση” την λένε, από την λέξη „Φυτεύω -> Φούτ‘ου” -αν δεν  ,,συνουσιασθείς –φ(ο)υτεύσεις” πως θα φυτρώσει, το φυτίο -τέκνο;)

 

Αό = ου = όπου, γενική αναφορικής αντωνυμίας που λαμβάνεται απόλυτα ως αναφορικό επίρρημα. (Η αναφορική αντωνυμία είναι ος, η, ο, γεν. ου, ης, ου = ο

οποίος), αρχαία ελληνική λέξη. Η αντίστοιχη λατινική λέξη είναι iibi.

(αό = α.ό = εδώ, ή και αότσι = σι αοτό ιτό =  σε αυτό εδώ )

 

Ναφλέμου = αελέφεμεν = ευρέθημεν. (Παθ. Αόριστος του αρχ. ρήματος ευρίσκομαι.). 

σι = τε = και.

Σμπουρέμου = ρυερεσόπεμε = διαλεγόμεθα (ομιλούμε), οπερούμε. = ομιλούμε (αρχαία ελληνική λέξη).

σ’ κα = σι κα  (σι το ι αποκόπηκε ως ευρισκόμενο μεταξύ δυο συμφώνων) = σα = και  (α = αι, διά – διαί, παρά – παραί)’ αρχαία ελληνική διατύπωση, όπως «άρκτοι τε και λέοντες» και δείχνει την στενότερη σύνδεση μεταξύ των δυο λέξεων, των άρκτων και των λεόντων, ως ανηκόντων στην τάξη των ζώων.   ( κα = κακ = σαν, κ= σ, ν,  όπως   αικχούνα –αισχύνη (Λακ. Ησύχ.),  κίω – κινέω, πορεύομαι (από κίω διαβάζουμε κικέω – κινέω,  κύδος – ὄνειδος, ὓβρις, από κύδος  διβάζουμε ὄκουδος-ὄνειδος, ὄδκυς = ὓβρις.) 

 

Το ίδιο και για τους Γκρέτσιε και Αρειμέϊν: ανήκαν στην ίδια φυλή, γένος.

Γκρέτσιε = Ερσεκιστί – Ελληνιστί, Γρεικιστί = Γραικιστί, Κερεσγιστί = Πελασγιστί (κατά τρόπο Ελληνικό, Γραικικό, Πελασγικό).

Γκρέτσιε = Ερσεκιτέ = Ελληνικά, Γρεικικέ = Γραικικά, Κερεσγιτέ = Πελασγικά.

 

Αρειμάνιε = Μφνενεία = Περραναία (Μερραναία), Μερνειμαία = Περραιβαία.

Ιμίαμε = ιδίωμα, Αρεινείρ = ορεινούς, νεάρ = λεώς (λαός – ορεινών λαών, Μρέμαιρ = Βλάχοις/Βλάχων. ριενμαρέρ = δίαοττοράς. Μαριείρ = Δωριείς (νέμεα = γένεα = γένη) (λεώς = λαός· στα λατινικά ο λαός λέγεται populus).

Νου στι πάππου τα σι ζτζέκε;

(Μα, γιατί) δεν ξέρει ο πάππους να σου εξηγήσει;

Νου = υ = η = αλήθεια, νον = μαν (δωρ. και επικούς) = δεν, μόριο προς ενίσχυση διαβεβαιώσεων, διαμαρτυριών και παρόμοιων εκφράσεων «ή μαν;» Ιλιάδ. Β 370, «ή μην και πόνος εστίν;» Ιλιάδ. Β 291.

Νυ = δη = Λοιπόν, επιτεταμένος τύπος, νον = μην = δεν. Και στους Αττικούς συγγραφείς επί ισχυρών διαμαρτυριών = υ = ή = αλήθεια, νυ = δη = λοιπόν, νον = μην = δεν;    νον = ή δη  μαν = αλήθεια, λοιπόν, δεν,

 

Στι = ίστι= έστι το δυνητικό δύναται (= είναι δυνατόν: το ρήμα

είναι απρόσωπο και στην αρχαία ελληνική σύνταξη ακολουθεί δοτική προσωπική και απαρέμφατο).

Έτσι, το πάππου = πάππω = στον πάππου, είναι δοτική προσωπική.

Τά σι = σύνθετη λέξη:

α) ταίσα = τούτο και

β) σαι = σοι = (σε σένα). στζέκε= ετσεζέκεε= εξηγήσαι= να εξηγήσει.

 

Η πρόταση: νου στι πάππου τα σι στζέκε = ή δη ιuav (μιην) έστι πάππω τούτο σοι εξηνήσαί; = Αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν στον πάππου να σου το εξηγήσει;

Ή: Μα, πράγματι, ο πάππους δεν μπορεί να σου το εξηγήσει.

Παραθέτουμε και πολλές άλλες λέξεις επιλεκτικά τις οποίες σταχυολογήσαμε από αυτές που δόθηκαν από τον φίλο μας Βλάχο στο γλωσσικό ιδίωμα του γένους Αρειμέϊιν κ. Γραμμόζη Στέργιο Αριστέα, για να εξακριβώσουμε αν είναι αρχαίες ελληνικές ή απλά ελληνικές. Πρέπει να σημειωθεί πως εκατοντάδες λέξεις που έχουν αποσταλεί, όλες διαβάζονται στην Ελληνική Γλώσσα.

Μπάκε = βάλε (μας)

Διαβάζουμε την λέξη κατά την παλαιά ανάγνωση συμφωνά με την γλωσσική έρευνα που έχει γίνει από εμένα:

Μπάκε = πάκε αμέμ = βάλε ημίν (προστακτική αορίστ. β’ του ρήματος βάλλω). Αρχαία ελληνική λέξη.  π = και β, όπως στις λέξεις πατείν-βατείν.

 

Μένα = χέρι: μένα = χέρα (κρητ.) μαέν = χειρ (αρχαία ελληνική λέξη). μ= και χ, όπως στις λέξεις αισυμνία-ευτυχία (από αισυμνία διαβάστηκε αισιμία = ευτυχία- το ν, ως όμοιο του μ, αποβάλλεται)- ι= και υ, όπως στις λέξεις αμείβομαι-αμεύομαι, μαντίον-μανδύας.  Πρβλ. πιάνω με τα χέρια = μάρπω > μαρρ-λ-ν, μαν–  όπως -(ήρθα, ήλθα=ήνθα, δωρικό. (Λατ. manus, Ιταλ. mano, Γαλλ. main). (παράβαλλε στο ένδυμα δεν λέμε ,,χερείκι’’  αλλά ,,μανίκι’’

 

Ατάου = δική σου- τοαυτάυ = τεαυτή (υ=η υπογεγραμμένη),

τυτά του = δική σου.

 

Του μπάνα = στη ζωή,  μυότου = βιότω, άπαντυ = άπαντι (σ’ολόκληρη την ζωή, σ’ ολόκληρο τον βίο (ο βίοτος = ο βίος, ζωή), αρχαία ελληνική λέξη (μ= και β, όπως στις λέξεις μεμβράς-βεμβράς).

Σ’μπινέμου = να ζήσουμε,

σιμπινέμου = εμείς = εμείς, σίσομεν= ζήσωμεν,  σινπιόσομεν = συμβιώσωμεν (να ζήσουμε μαζί),  σινπιόμεν = συμβιώμεν, σ = και ζ, όπως στις λέξεις ζμικρός-σμικρός· ο= και ω, όπως βολά-βωλά (Δωρ.), βόλαμαι-βώλομαι, ὅρα-ὣρα )

Αβόστε = δική σας,

αβόστε  =  οβετέσα = υμετέρα, ο = υ όπως ρόζω-ρύζω (ὑλακτῶ), στόμα-στύμα, ὄνομα-ὄνυμα, β= και μ  όπως  βεμβράς-μεμβράς, σ– και ρ· το σ εναλλάσσεται με τα υγρά και ένρινα· π.χ. απαρύω-αποσύρω (από το απαρύω διαβάστηκε απαρύρω=αποσύρω).   βετέ σατ = δική σας,  β= δ όπως βούλομαι-δήλομαι (Δωρ.), ε = και  ι όπως ἀετός-ἀϊτός, ἀδικέω-ἀδικίω, τ= και κ όπως  πόκα-(Δωρ.)-πότε,  ή ποκά-ποτέ, τ= και  ς, σ, πλατίον =πλησίον, τύ (δωρ.)-σύ.

 

Βούλπια = αλεπού,

βούλπια = αλόπιβλ = αλώπηξ (αρχ. ελλην. λέξη),  αλλά και βούλπια = αλιπού = αλεπού,  (βλ=κσ=ξ).

 

Μούλγκου = αρμέγω

Μούλγκου= ομόλγο = αμέλγω,  ου=ο, (αρχ. ελλην. λέξη), γκ-γ, αρμέγω=ολμόγο (ο = και α, ε, ω , όπως στις λέξεις στροτός-στρατός,  ρυπόω-ρυπέω,  όρα-ώρα.

 

Α’κάσε = στο σπίτι,

Α’ κάσε = ασ αεκέας = ες οικίαν-

αέκας = οίκον,

ας κα ασκέκεας = ες το οσπίτιον-

σκα σκεκε = στο σπίτι, στο στέκι- ( κ = και π , τ, όπως στις λέξεις μήποτε-μήκοτε, πόκα [δωρ.]-πότε).

 

Τίνι = εσύ,

τίνι = τύνη (δωρικός τύπος αντί του τυ = συ).

 

Μπάντι = κάτω,

μπάντι = πάταμιν = κάτωθεν, πνιμάτ = πρηνώς = προς τα κάτω (μ= και θ, όπως στις λέξεις αμέλγω-αθέλγω). μπάντι = πάταμα(ν)

 

Ντονκένι = κατάστημα,

ντουκένι = κονιτένυον = πωλητήριον =(τόπος όπου γινόταν η πώληση)·

κνετίρυον = πρατήριον  =(τόπος όπου εγίνοντο  οι πωλήσεις (πράσεις).

 

Τόρα = τώρα,

τόρα. Πιθανότατα είναι ο τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας «τοι άρα», που έχει πάθει έκθλιψη και γίνεται τόρα ή τάρα και χρησιμοποιείται προς επίταση του μορίου άρα, το οποίο φανερώνει άμεση μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο, ευθύς, αμέσως.  Έτσι τάρα διαβάστηκε, τόρα = τώρα = αμέσως βέβαια (τοι). α= και ο και ω, όπως στις λέξεις γράφω-γρόφω (δωρ.), πράτος-πρώτος. Είναι αρχαιότατη ελληνική έκφραση.

 

Αστούμτσινα = τότες,

αστούμτσινα = τανισαύτα ουμ = τηνικαύτα ουν = τότε λοιπόν,  τ=τσ. Αρχαίο ελληνικό επίρρημα.

 

Μπάρπε = γενειάδα,

μπάρμπε = πάραμε = πώγωνι, πρέπαρ = τρίχες, =(πώγωνος)= γενειάδα = πώγων (το πηγούνι),  πρέπαρ ρεμαεάπαρ = τρίχες γενειάδος, π = και δ, τ, χ, όπως στις λέξεις απείρως=αδαϊστί (από απείρως διαβάστηκε απεϊρσί=αδαϊστί και αδαώς=απεάς=αδαώς)- το ω, στην πρώτη περίπτωση, ως όμοιο με α, αποβάλλεται- στην δεύτερη περίπτωση το ι, ως όμοιο με  ε, αποβάλλεται· πέμπε-πέντε, πύελος-χοάνη (από πύελος διαβάστηκε ποέλυ=χοάνη).

 

Μπουρπάτου = άνδρας,

μπουρμπάτου = άμτροπορ = άνθρωπος. Στο αρχαίο λεξικό του Liddell & Scott (μετ. Κωνσταντινίδου) ανήρ (άνδρας)= άνθρωπος. Πολύ σημαντικό, γιατί βλέπουμε πως η λέξη μπουρπάτου διαβάζεται άνθρωπος και σημαίνει άνδρας. Επίσης ολικά

μπουρμπάτου = άμτρατ = άνδρας, άμτροπορ  μυ  ρομαυάτα = με γενειάδα. 

 

Μουγέρι = γυναίκα,

μουγέριγυμέ = γυνή,  γύμευμορ = σύνευνος = (σύζυγος)- ρ-σ και ς τελικό, όπως στην λέξη ούτος-ούτορ. Ο Ησύχιος αναφέρει πως «οι Αιολείς ρωτάκιζαν» (αρχαία ελληνική λέξη).

 

Μόσια  ή μόσιε = γυναίκα πολύ μεγάλης ηλικίας-  μόσιε = μοισείε = Μοισαία.

  1. Μοισαία (αρχαία ελληνική λέξη) = Μούσα (αιολικόν), όταν θέλουμε να υποδηλώσουμε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Ακόμη διαβάζουμε την λέξη
  2. σμεΐμιομ = γραΐδιον (πολύ προχωρημένης ηλικίας ή μικρότερης),
  3. μοισείομ = μουσείον. Κι από την Μόσια = σμάΐμιομ = γραΐδιον- (σ = γ, όπως στην λέξη τύρσος – πύργος-  μ = ρ, όπως στην λέξη Αίσα = Μοίρα (η λέξη Αίσα διαβάστηκε Σαίσα = Μοίρα).

Μόσιε = γραία,  γριά

Μόσια = η γραία, η γριά

 

Αβέμου = έχουμε,

αβέμου = έβομεμ = έχομεν. Ο Ησύχιος αναφέρει το ίδιο θέμα από την Βοιωτία (άβεις)-  β = χ, όπως στις λέξεις άβεις = έχεις,  αβήνα = χωρίον (από αβήνα διαβάστηκε βανήαν =χωρίον).

 

Μουαμπέτι = συζήτηση,

μουαμπέτι = τιεμόπυτμα = διαλόγισμα,  τιεμοπυτμάτ = διαλογισμός = συζήτηση· (λ=μ, όπως στις λέξεις αλοητός=αμητός=αλώνισμα).

 

Σουράτια = το πρόσωπο,

σουράτια = το τρασοταύορ = το προσωπείον – το πρόσωπον

σουράτια = το  τρόσοτο       = το πρόσωπο,

α ότσυ        = η όψη,

του αρτρότου = του ανθρώπου)

 

Κάφκα/καύκα = κρανίο

  1. καύκα = κάκκυ = κόττη ή κακκύκ = κοττίς ή κακύκ = κοτίς,  από δωρική λέξη = κεφαλή, κακύκα = κορύτη = κεφαλή, κυκακά = κεφαλή, (κ= και ρ, τ, φ, λ, όπως στις λέξεις ακτέα-δόρατα (ακτέα διαβάστηκε τάκεκα=δόρατα),  νίκεν (κρητ.)-φέρειν (από νίκεν διαβάστηκε κένειν=φέρειν), κοτίκας-αλέκτωρ (Ησύχιος) (από κοτίκας διαβάστηκε ακίκτας=αλέκτωρ),
  2. καύκη ή καύκα = είδος ποτηριού, επίσης και καύκος,  καυκίον = υποκοριστικό του καύκι,
  3. κρανίον = το ανώτατο μέρος της κεφαλής (κρανί), το τριχωτό μέρος της, γενικά η κεφαλή (κάρα).  Ο Όμηρος χρησιμοποιεί την λέξη στην γεν. καρήατος και δοτ. καρήατι, σαν να σχηματίσθηκε ονομαστική κάρηαρ = κάκυακ (από το κανύκα) =*άρυαρ = κραρύαρ = κρανίον  (λ=ρ, το είδαμε στις προηγούμενες λέξεις).

 

κάπου  = κοπακύ = κεφαλή, (π= και φ όπως απήλιξ-αφήλιξ απεύω-αφεύω, αμπί-αμφί (Αιολ.), γρίπος-γρίφος, κ = και λ όπως  κοτίκας-αλέκτωρ (Ησύχ.), από κοτίκας -> ακίκτος->αλέκτωρ, ικμάω-λικμάω, από ικμάω->κικμάω=λικμάω..

 

ΝιάτσεΝόπτι = μεσάννκτα,

νιάτσενόπτι = ενισείαι  νοπτί = ημισεία  νυκτί -(κατά το μέσον της νυκτός),

νιάτσε = νεσάνιστα = μεσάνυκτα,

νεσανίστιαν= μεσονύκτιον,

νεσανίστιας= μεσονύκτιος (αρχαία ελληνική λέξη).

 

Πλίνε = γεμάτο,

πλίνε = πλίνελ = πλήρες. (πρβλ. και την λέξη ΠΙ’ΜΠΛΙΜΙ )

 

Νιέλου = μήλο,

Νιέλου = αμνός, αρνί.  [Κατ’ αρχάς μήλο = μήλον = πρόβατον, αμνός (αρχαία ελληνική λέξη), νιέλου = νίλον = μήλον,

νιέλου = ελνί = αρνί (ελνίον = αρνίον), ελνόλ = αμνός.

νιέλου:> λο = το, νίλο = μήλο, το ελνί = το αρνί, ο ελνόλ = ο αμνός.

 

Σέντου = είναι,

σέντου= εντύ = εντί (δωρ.)= ειτίν = εισίν, το σ του ενστέ μεταξύ δυο συμφώνων ή φωνηέντων αποβάλλεται (ελληνικός γραμματικός νόμος, π.χ. γέγραφσθε = γέγραφθε, εστάλσθαι = εστάλθε,  γένεσος = γένους, ελέγεσο = ελέγεο = ελέγου).

σέντου = οένοε = είναι

 

Ναπόι = ξανά,

ναπόι = πάνιν = πάλιν, αόπιν = αύθις, πνανά  = ξανά (πν=κσ=ξ)· ιπ νίαο = εκ νέου = ξανά (αρχαίες ελληνικές λέξεις)·

 

νιπόι   = πίσω,

νιπόι = όπινπιν = όπισθεν,  ονόπιν = ανόπιν (αρχαία ελληνική λέξη )=προς τα οπίσω,

παόνπανιν = τούμπαλιν (αρχ. ελλ. λέξη)=προς τα οπίσω –

όνπανιν = έμπαλιν = προς τα οπίσω (αρχ. ελλ. λέξη).

 

μέκου = τρώω

μέκου = εκμέο = εσθίω (αρχ. ελλ. λέξη )= τρώγω.

 

αβάις = σιγά,

αβάις = σιβά = σιγά,   σιβασά = σιγαλά  ή

γιαβάϊς = για σιγά

γιαβάϊς = για σιβά = για σιγά,

ισάβας = ησύχως,

βσαΐας = πραέως,

ίβια = ήπια, -μαλακά.

 

Κιντέρα = η τύχη, το πεπρωμένον  

κιντέρα = τεκρανίραν = το πεπρωμένον,

           α τίκα κατενάρ = η τύχη καθενός.

Η λέξη κιντέρα διαβάζεται και νενάρακται = μεμόρακται (δωρ. τύπος), γ’ ενικό, και δηλώνει αυτόν που μετέχει σε κάτι (από το ρήμα μοιράζω, το οποίο είναι συνώνυμο με το μείρομαι = λαγχάνω τυγχάνω, αξιούμαι (λαχαίνω, τυχαίνω, είμαι άξιος να πάρω κάτι) και στον παρακείμενο σχηματίζεται απρόσωπα στο γ’ ενικό-  «είμαρται» = είναι πεπρωμένο, ορισμένο από την μοίρα.  Η μετοχή του είμαρται στο θηλυκό γένος είναι ειμαρμένη = το πεπρωμένο, η μοίρα = ό,τι δίνεται ή απονέμεται σε κάποιον.

Επομένως και το συνώνυμο του «μεμόρακται», στο δωρικό ιδίωμα στην μετοχή που δεν μνημονεύεται, δηλώνει το ίδιο, δηλ. το πεπρωμένο, την μοίρα, την τύχη.

 

βέκιε          = παλιά, παλαιά,

βέκια          = η παλιά, η παλαιά

βέκι             = παλιές, παλαιές

βέκι’λι         = οι παλιές, οι παλαιές

αλ βέκιλου = των παλιών, των παλαιών

 

βέϊκου              = παλιό

βέκιου        = το παλιό, το παλαιό

βέϊκ             = παλιοί, παλαιοί

αλ βέϊκλου=των παλιών, των παλαιών.

Υπάρχει στο λεξικό του Liddell & Ssott (μετ. Κωνσταντινίδου) η λέξη βέκκε-σέληνος = αρχαίος,  ο διά την αρχαιότητα ανίκανος (άχρηστος).

 

Αντωνυμίες Προσωπικές

εγώ   = μίνι = ινίμι = εγώνι (δωρικός τύπος)=εγώ.

εσύ   = τίνι = τύνη (επικό, Ιλ. Ε 485 / Λάκωνες = τούνη)=εσύ.

αυτός= ατσέλου = αυτόλ = αυτός (τ=τς). ή και  ,,αυτόλ ο  έλιος = αυτός ο ίδιος’’

αυτή = ατσά = αατά = αυτή

εμείς = νόι = ινοίν = ημείς (εμείς).

εσείς = βόι = ίβο = υμέ (δωρ), ή ίββο = ύμμε (αιολ. και επικό).

αυτοί = ατσέϊγτσέιγ = σφεις = αυτοί. (ατσέϊγ = αυταί ε ίγιαι = αυτοί η ίδιοι)

(Για να δικαιολογήσει την ανωτέρω λέξη «σφειf», το λεξικό κάνει παραπομπή στην λέξη συ και αναγράφεται πως υπάρχει θέμα τfε = σε,  όπως στην λέξη τεfός = τεός  (τ υπάρχει και στο θέμα της λέξης  ατσέιγ = αυτοί.   Ακόμη για την ίδια λέξη, στην σλαυϊκή γλώσσα, που έχει το ίδιο θέμα, συγγενές με την ελληνική, αναγράφεται η λέξη  ty, tνοj = τεβός = τjfότ = τεfός (t=σ, v = f, ο = α, ε,  j = γ,  αλλά και  ι ).

Τώρα με την ανάλυση του τύπου  ατσέιγ,  έχουμε θέμα  tvοj = otvojv = aτσέιν = ατσέιγ. (Αυτό δείχνει το παλαιότατο αρχικό θέμα της λέξης, όπου υπάρχει εκτός από το f=v και το t και το j.

Το τελευταίο ισοδυναμεί στην εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας με  ι.  Το θέμα αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η γλώσσα των Αρειμένιων Βλάχων (Κεφαλόβρυσου) είναι παλαιότατη, καθαρά πρωτογενής ελληνική γλώσσα, αλλά διαβάστηκε διαφορετικά, ως απομονωμένη από τον λοιπό ελληνικό κορμό.

Έτσι ατσέιγ διαβάστηκε ως otvojv και το ν, επειδή στην ελληνική γλώσσα ισοδυναμούσε με  ν  και μόνον αυτό είναι αρκετό για να πείσει για την ελληνικότητά της!

Π.χ. οίνος, ενώ στις ξένες με β, π.χ. vinus, αναγνώστηκε με την πολυπροφορά του ν που είναι και σ και γ, όπως στις λέξεις ένδον-εντός και χρυσόνομος-χρυσόγονος), που ισοδυναμεί = τσέιγ = σφειςατσέιγεϊσταί = αυτοί.

 

                     Πλέσκιλι,         ατσέλι     γιου    σέντου   τι    αρονκάρι

τα πράγματα,  αυτά       που     είναι     για   πέταμα.

 

πλέσκιλι: αντικειμένοις,

πλέσκιλι = ελπικειλέλεις = αντικειμένοις,

πλέκλεσι = πράγμασι (για τα πράγματα).

ατσέλι = ταέσαιλ = τούτοις (αυτά)

αετά = αυτά, τα έλια = τα ίδια:

           

γιού  = ογοίοιγ =  οποίοις

γιού = γου = που,  ( πρβλ. που: gvo  (βλ. ΛΕΓ-Liddel&Scott)

 

σέντου = είναι

σέντου = οετσέν = εισίν,  εντέ = εντί (δωρ.)· σ, ως όμοιο με ν, αποβάλλεται, αλλά και στην αρχή της λέξης, όταν ακολουθεί φωνήεν, αποβάλλεται.

σέντου = οένοε = είναι

 

τι = για 

τι = τιί = τιά = διά,  ιτ = ες.

 

αρουκάρι= ρκουκιρίαιρ = σκουπιδίοις,

ακρύρκοιρ = αχρήστοις,

ακρυιάριρι = αχρειώδεσι = αχρήστοις = (αχρείοις = ακρυίοιρ = αχρείοις

ή αχρυΐοιρ = αχρηΐοις, ή ακρίυρι= αχρήεσι. κικάκρακυ= πετάγμαγι.

(Βλ.Πν.Μτ.Γρ.)

 

Ο λαός αυτός ομιλεί Ελληνική Γλώσσα, όπως ομιλείτο τους παλαιούς χρόνους και είναι πανάρχαιος με κοιτίδα το Πίνδο, Γράμμο. Είναι νομάδες ορεσίβιοι, Βλάχοι Έλληνες, Δωρικών φύλων.

Μαζί με τις γλωσσολογικές αποκαλυπτικές έρευνες για το «ομόγλωσσων» των Βλάχικων ομάδων, έχουμε και τις Ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες για τους Ελληνομάχους από τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό και τη Ζωή Τσιώλη, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες και δεν υπέστησαν σημαντικές μορφολογικές αλλοιώσεις από επιμειξίες.

Έχουν πανομοιότυπα ήθη και έθιμα, τραγούδια, παιχνίδια, ταφικά έθιμα ακολουθούν την ελληνική παράδοση.

Οι γιορτές, τα πανηγύρια είναι όλα ελληνικά. Βλάχικα παραμυθία από το Σκρα, από γέρους του χωρίου, είναι αυτούσιοι πανάρχαιοι αρχαιοελληνικοί μύθοι.

Το Ρουμανικό κράτος, που πρωτοϊδρύθηκε το 1860, δημιούργησε αμέσως τη ρουμανική ιδέα για τους αλύτρωτους αδελφούς στην Ελλάδα με πρωτεργάτη τον Απόστολο Μαργαρίτη από την Αβδέλα Γρεβενών. Το 1868 ίδρυσε στην Κλεισούρα και σ’ άλλα χωριά ρουμανικό σχολείο. Ο ίδιος είχε σπουδάσει στη Ρουμανία. Σκοπός της Ρουμανίας ήταν να αποσπάσει τους Βλάχους από τον κορμό του Ελληνικού Έθνους. Βρήκε όμως σθεναρή αντίσταση από τους ίδιους τους Βλάχους που είχαν ελληνικότατη συνείδηση. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής στήριξε το κίνημα της δεύτερης προπαγάνδας. Στις 25-9-1941 ζήτησε να δημιουργηθεί «Πριγκιπάτο Βλάχων της Πίνδου». Η προσπάθειά του έπεσε στο κενό από τους ίδιους τους Βλάχους.

Οι Βλάχοι πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο γενναιότατα, όπως όλοι οι Έλληνες. Οι Κλεισουριώτες κοινοποίησαν έγγραφο διαμαρτυρίας το 1909 κατά της Ρουμανικής Προπαγάνδας που έλεγε περίπου τα εξής:

«Συναισθανόμεθα πως το αίμα ημών ουδέν το κοινόν έχει προς τους Ρωμούνους. Απεφασίσαμεν χάριν του γένους μας εις το οποίον ανήκομεν να απαλείψωμεν διά παντός το ημέτερον Κουτσοβλαχικόν ιδίωμα εκ πασών των σχέσεων του βίου ημών». (Ακολουθούν υπογραφές 354 κατοίκων.)

Από την Καραβά-Γαλάνη Μαρίνα

Φιλόλογο Λυκειάρχη, ερευνήτρια της Ελληνικής Γλώσσας