ΝΩΙ ΣΙ ΛΙΜΠΑ ΑΝΟΣΤΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΑΙΤΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

“Ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ”

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΛΑΕΓ: «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ιω. Σταματάκου»

* Δηλώνει υποθετικό τύπο η ύπαρξη του οποίου δεν μαρτυρείται από κάποιο κείμενο

II Δηλώνει ότι η σημασία που ακολουθεί είναι κατά τι δια­φορετική

ρ. ρήμα ή ρίζα

ΑΒΚ: Συντομογραφία του Αρειμένιοι Βλάχοι Κεφαλόβρυ­σου

AB: Συντομογραφία του Αρειμένιοι Βλάχοι

ΠΕΡΙ  ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ   ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΩΣ

Το γλωσσικό ιδίωμα των Αρειμένιων Βλάχων του Κεφαλό­βρυσου αποτελεί καθαρό ζωντανό απολίθωμα. Είναι αλήθεια ότι το γεγονός αυτό δεν έχει διαφύγει από τους γλωσσολό­γους. Τι συμβαίνει όμως και δεν έχουν καταλήξει σε μια σταθε­ρή άποψη για το ζωντανό αυτό απολίθωμα της γλώσσας; Ό,τι συμβαίνει πάντα: Η επιπόλαιη αντιμετώπιση, αντί του κοπια­στικού δρόμου να ξεκαθαριστεί η Γλώσσα από τις επί μέρους φυσιολογικές αλλοιώσεις, δημιουργεί νέα δεδομένα.

Το Αρειμένιο γλωσσικό ιδίωμα του Κεφαλόβρυσου είναι το αρχαιότερο σωζόμενο εν ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αρχαία Αραμαϊκά, που ομιλούνται σ’ ένα απόμερο χωριό της Συρίας από ελάχιστους ανθρώπους.

Μέσα από τις ελάχιστες αυτές σελίδες θα δώσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία σαν πρώτη γεύση από το βιβλίο του Αριστέα Στέργιου Αρειμένιου Γραμμόζη.

Πριν από αμνημόνευτους χρόνους, όταν ο άνθρωπος επιχεί­ρησε για πρώτη φορά να επικοινωνήσει με τους ομοίους του, τα πρώτα ψελλίσματά του βασίζονταν σε ήχους που παρά­γονταν από τα διάφορα φαινόμενα ή εκείνους που μέχρι και σήμερα συνιστούν την «ομιλία» των ζώων. Αντέγραψε δηλαδή και μιμήθηκε συγκεκριμένους ήχους, όπως το βουητό του αέρα, την πτώση του νερού, τον κρότο του κεραυνού, το λάλημα του πουλιού, το γαύγισμα του αγριόσκυλου, το μουγκάνισμα του βοδιού κ.ά., προκειμένου να γίνει κατανοητό από τους άλλους αυτό που εννοούσε.

Ο ήχος, προκειμένου να ακουστεί, πρέπει να περιέχει φωνή, δηλαδή φωνήεντα. Αλλά ονομάζεται κατά βάση από το κύ­ριο «σύμφωνο» που τον εκφράζει. Π.χ. «β(ου-ητό), κρ(α)κ, γ(αύ-γισμα), τσ(ίου), μ(ου) κ.ά. Με την πάροδο του χρόνου γνώρισε περισσότερους ήχους και έτσι τα σύμφωνα έγιναν περισσότερα, ικανά να αποκτήσουν μια δυναμική που επέτρεπε την καλύτερη συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων. Φυσικά κάθε σύμφωνο, είτε διαρκείας είτε στιγμικό, συνοδευόταν από ήχους οι οποίοι είχαν διάρκεια και που θα μπορούσαμε να χα­ρακτηρίσουμε ως φωνήεντα. Η περίοδος αυτή διήρκεσε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η συνεχής τριβή των ανθρώπων της παλαιολιθικής εποχής με τον τρόπο αυτόν συνεννόησης άρχι­σε να κρυσταλλώνεται.

Η μετακίνηση των φύλλων -ορεινών, πεδινών και παραθα­λάσσιων· δημιούργησε την ανάγκη για ένα είδος πρωτόγονης επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να σκεφτούν την χάραξη ορι­σμένων συμβόλων πάνω σε λίθους, που εκ των προτέρων ήταν ήδη γνωστή η έννοιά τους. Τον τρόπο αυτόν επικοινωνίας θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως «κωδικοποιημένα σημάδια» της κάθε Φυλής ή, ακόμα, και Φατρίας.

Αυτά θα μπορούσαν να είναι πρωτόγονα σχέδια τοποθεσιών, ζώων και ανθρώπων, που καθένα είχε νόημα και μετέφερε κάποια πληροφορία στους κοινωνούς του κώδικα.

Η σε κάθε χρονική στιγμή εκφορά του λόγου συνιστά την ομιλούμενη γλώσσα και η γραφή του, με ιδιαίτερους και κοι­νούς κώδικες -τα γράμματα-, την απεικονιζόμενη, ανεξάρτητα από το πόσο μικρός ή μεγάλος είναι ο τόπος στον οποίο διαβι­ούν οι φορείς της. Και ενώ ο κορμός του δέντρου μιας γλώσσας είναι κοινός για όλους όσοι την μιλούν και την γράφουν, οι συνθήκες που επικρατούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ένα μέρος του τόπου, επιτρέπουν ή και επιβάλλουν την ανά­πτυξη άλλων κλαδιών, των γλωσσικών ιδιωμάτων. Τα οποία, ανάλογα με την απομόνωση και το χρονικό διάστημα διάρκειάς της, διαφοροποιούνται από το μητρικό δέντρο, δηλαδή την μητρική γλώσσα, άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο και άλλα σε τέτοιον βαθμό, που η ταυτοποίησή τους με την μητρι­κή είναι πολύ δύσκολη. Εδώ ανιχνεύουμε ακριβώς αυτό: την ύπαρξη και ταυτοποίηση τον διαφόρων διαλέκτων, δηλαδή των υπό διαφορετικές συνθήκες αναπτυχθέντων τρόπων και μεθόδων επικοινωνίας των ομοφύλων που για μεγάλα χρονικά διαστήματα προσπαθούσαν να επιβιώσουν αποκομμένοι από τον κύριο κορμό.

Είναι φρόνιμο όμως, για την καλύτερη κατανόηση των λέξε­ων, να καθοριστεί ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ Φατρίας (ή Φάρας) και Φυλής, και πώς οι όμαιμες, ομόγλωσσες, ομόθρη­σκες Φυλές συνιστούν ένα και το αυτό Έθνος.

Όταν η ΦατρίαΠατρία, οικογένεια υπό έναν αρχηγό, τον Πατέρα) μεγάλωνε πληθυσμιακά, δημιουργούνταν νέες Φατρίες. Πολλές Φατρίες αποτελούσαν την Φυλή. Όλοι αυτοί είχαν τους ίδιους προγονικούς θεούς, τους ίδιους ήρωες, θυσί­ες, ύμνους, γιορτές, σε αντίθεση με τις άλλες μη οικείες Φυλές, τις ξένες ή εχθρικές προς αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο ανά τους εκατοντάδες αιώνες από αυτές τις οικογένειες (Φατρίες/Φύλα) δημιουργήθηκαν μικρές εστίες (οικισμοί), τα πολίσματα. Μικρά πολίσματα ενώθηκαν και δημιούργησαν το χωριό, με αρχηγό τον Φατριάρχη (Πατριάρχη) της Φυλής. Πολλά από τα μικρά χωριά ενώθηκαν στις πόλεις.

Οι κάτοικοι όλων αυ­τών των οικισμών -μικρών, μεγάλων, μεγαλύτερων-, όμαιμοι και ομόδοξοι, αποτέλεσαν το κοινό γένος, το Έθνος, όπως το εννοούμε σήμερα.

Αναφερόμενοι όμως στα αρχαία ελληνικά Φύλλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι μέλη τους είχαν δημιουργήσει παροικίες σε όλον τον γνωστό τότε κόσμο. Έτσι, όταν οι τόποι εκείνοι κατακτήθηκαν από αλλόφυλους, οι Έλληνες άποικοι αποκό­πηκαν από τον κορμό της Ελλάδας. Μία συνέπεια αυτής της γεωγραφικής απομόνωσης ήταν η παύση της φυσιολογικής εξέλιξης της γλώσσας που μιλούσαν (δηλαδή της μητρικής) εντός ενός άλλου γλωσσικού, και όχι μόνο, περιβάλλοντος (βλ. Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας αλλά και του Πόντου).

Γεωγραφική όμως απομόνωση δεν συντελέστηκε μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις, αλλά και μέσα στον ευρύ γεωγραφι­κό χώρο της μητρικής γλώσσας. Κατά τις πανάρχαιες εκείνες εποχές, όπου φύλα ομοεθνή μάχονταν μεταξύ τους για την απόκτηση ευρύτερου χώρου (βλ. πόλεις-κράτη της προκλασικής και κλασικής εποχής) και οι επικοινωνία απομακρυσμέ­νων μεταξύ τους τόπων ήταν μια κοπιώδης υπόθεση, έκαναν την εμφάνισή τους τα διάφορα γλωσσικά ιδιώματα. Ένας χάρ­της γλωσσικών ιδιωμάτων χαρακτηρισμένων με διαφορετικό χρώμα πάνω στον γεωγραφικό χάρτη της Ελλάδας (αλλά και όλων των χωρών του κόσμου) θα δημιουργούσε έναν παγχρωματικό καμβά. Π.χ. κρητικό, θεσσαλικό, ηπειρωτικό, θρακικό, κυπριακό κ.ά. ιδιώματα.

Στην δημιουργία ενός ιδιώματος δεν συντελούσε μόνον η απόσταση μεταξύ των διαφόρων τόπων εντός του εθνικού κορμού, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και η βούληση κάποιων ομοεθνικών φύλων να δημιουργήσουν έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας ως ασφαλιστική δικλείδα για την επιβίωση του Φύλου ή, ακόμα, και της Φατρίας. Ένα σημαντικό παράδειγμα αυτού του τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων επιβίω­σης αποτελούν οι Φατρίες των Αρειμενίων Βλάχων.

Άνθρωποι ατίθασοι, ελεύθεροι και ανυπότακτοι, προτίμη­σαν την απομόνωση σε κορυφές βουνών της πατρώας γης, τα φυσικά για τις εποχές εκείνες οχυρά, ώστε να ελαχιστοποιή­σουν τον κίνδυνο υπόταξής τους σε άλλα ισχυρότερα και πο­λυπληθέστερα ομοεθνή πολεμικά φύλα. Αυτή η τακτική τους απέκοψε από τον κορμό της εθνικής γλώσσας και εμπόδισε την φυσιολογική εξέλιξή της. Επί πλέον, για λόγους επιβίωσης, δη­μιούργησαν έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των ομοφύλων Φατριών, άγνωστο στα υπόλοιπα ομοεθνή φύλλα του εγγύς γεωγραφικού χώρου. Αυτός ο κώδικας δεν είναι άλλο από το σημερινό ιδίωμα. Στο ιδίωμα βέβαια έχουν επιζήσει λέξεις αυ­τούσιες της πανάρχαιας Ελληνικής γλώσσας αλλά και μεταλ­λαγμένες, σύμφωνα με τον κώδικα που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν αποφασίσει. Έτσι σήμερα μπορούμε να δια­κρίνουμε, μέσα από την γλωσσολογία, και όχι μόνο, στοιχεία που μαρτυρούν την αρχέγονη καταγωγή και την κοιτίδα τους, που δεν είναι άλλη από την Ιερή Ήπειρο.

Παρ’ όλη την αριθμητική και πληθυσμιακή αύξηση των Φατριών, κράτησαν και κρατούν μέχρι σήμερα τα πρωτογε­νή γλωσσικά, και όχι μόνο, χαρακτηριστικά της Φυλής τους. Φυσικά η αύξηση των Φατριών δημιούργησε μεγάλα μετανα­στευτικά ρεύματα προς παραπλήσια μέρη αλλά και μέχρι τα πιο απόμακρα σημεία του τότε γνωστού κόσμου.

Οι άποικοι Αρειμένιοι Βλάχοι, εντός ή εκτός του ευρέως μητρικού χώρου, διατήρησαν μεν τα πρωτογενή στοιχεία της Φυλής τους, αλλά τα εμπλούτισαν και με νέα, που η ανάγκη επιβίωσης τους στους νέους τόπους δημιούργησε. Με την πά­ροδο των χιλιετιών ήταν φυσικό το γλωσσικό τους ιδίωμα να υποστεί τις αλλαγές που η συμβίωση με άλλες ομοεθνείς Φυλές ή αλλοεθνείς πληθυσμούς επιβάλλει. Έτσι το αρχέγονο γλωσσικό τους ιδίωμα, λόγω πλέον αυτών των επαφών, ενώ έχει ρίζες ίδιες με την αρχική γλώσσα, έχει υποστεί σήμερα τις φυσιολογικές για τους λόγους αυτούς αλλοιώσεις.

Θα φέρω ένα παράδειγμα: Πριν από ένα μήνα επισκέφθηκα το Κεφαλόβρυσο και βιντεοσκόπησα κάποια στοιχεία που θεώρησα απαραίτητα. Την ίδια λέξη με το ίδιο νόημα την άκουσα από τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους με τέσσερις διαφορετικές καταλήξεις. Συγκεκριμένα: η λέξη «Πλουβούκ» σημαίνει «πλακούντια από σύκα». Την άκουσα όμως ως ΠλουβούκοΠλουβούκος και Πλουβούκους.

Για έναν τρίτο κακοπροαίρετο γλωσσολόγο είναι τρεις διαφορετικές λέξεις, ενώ για τον σώφρονα είναι μια και η αυτή λέξη. Θα μου επιτρέψετε να σχολιάσω τον πλούτο της Ελληνικής μας γλώσσας. Επειδή αυτό το πρόβλημα υπήρχε από την κλασική αρχαιότητα, φρόντισαν και δημιούργησαν την κατάλληλη λέξη για αυτές τις παρεκτροπές.  Έτσι τους μη σοβαρούς περί την γλώσσα μελετητές τους ονόμασαν γλωσσαλγούς. δηλ. φλύαρους, την δε επιστήμη που υποτίθεται πως υπηρετούν Γλωσσαλγία, δηλ. Φλυαρία.

Σήμερα, ενώ συναντάμε και αναγνωρίζουμε και αντιμε­τωπίζουμε καθημερινά την Γλωσσαλγία, σπάνια συναντάμε γλωσσολόγους οι οποίοι δεν καταπίνουν την «μασημένη» τρο­φή που τους έχει δοθεί, αλλά αποφασίζουν να την μασήσουν οι ίδιοι.

Και για να μην κατηγορηθούμε ως κακοπροαίρετοι, ιδού τι σημειώνει ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης στο οικείο λήμμα:

Βλάχος. Βλάχα 1 ο δίγλωσσος Έλληνας που μιλά Βλά­χικα ΣΥΝ(ώνυμα) Αρωμούνος, Κουτσόβλαχος 2 (γενικό­τερα) ορεσίβιος βοσκός της ηπειρωτικής Ελλάδας.

ΣΧΟΛΙΟ. Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Armân «Ρωμαίοι»)  είναι Έλληνες με ποιμενική και κτηνοτροφική κυρίως απασχόληση, οι οποίοι είχαν εκλατινισθεί στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή με τα Ρουμανικά. Οφείλουν την ονο­μασία τους στον λατ. όρο Volcae (Ουάλκαι), ο οποίος προσδιόριζε του λατινόφωνους υπηκόους κελτικής καταγωγής στο ρωμαϊκό κράτος. Σημειώνεται ότι η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και για άλλους μικρούς κέλτικους πληθυσμούς της Ευρώπης, π.χ. Ουαλοί (Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Βέλγιο), Γαλάτες/Γκολουά (Γαλλία).

Μερικές παρατηρήσεις:

Οι Βλάχοι λοιπόν, πληθυσμοί που κατοικούσαν στα βουνά της Ηπείρου, εκλατινίστηκαν κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής. Φαίνεται πως οι Ρωμαίοι κατακτητές είχαν θέσει, για κάποιον άγνωστο και ανεξήγητο λόγο, ως κύριο στόχο τους τον εκλατινισμό των Ελλήνων Βλάχων μόνον από όλους τους Έλληνες, πιθανόν επειδή «είχαν πάρει τα όρη και τα βουνά»!

Το είχαν βάλει δηλαδή αμέτι μουχαμέτι να εκλατινίσουν πάση δυνάμει τους Βλάχους, διότι δεν εξηγείται αλλιώς ο εκλατινισμός μόνον αυτών και όχι των κατοίκων των πόλεων ή των πεδινών εκτάσεων γενικώς!

Αν όμως η ειρωνεία μας δεν αποκρίνεται στην αλήθεια και οι Βλάχοι είναι μια φυλή επιρρεπής στον εύκολο και άμεσο σχεδόν γλωσσικό εκμαυλισμό της, αναρωτιόμαστε πώς έγινε κι οι ίδιοι αυτοί Βλάχοι δεν εκτουρκίστηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Μήπως οι Ρωμαίοι είχαν ιδρύσει ρωμαϊκά σχολεία και επέβαλλαν την ρωμαϊκή παιδεία με την βία, κάτι που δεν έκαναν οι Τούρκοι;

Ως προς τον «όρο Volcae (Ουάλκαι), ο οποίος προσδιόριζε του λατινόφωνους υπηκόους κελτικής καταγωγής στο ρωμαϊ­κό κράτος», αναρωτιόμαστε αν βολεύει περισσότερο από

το αρχαιοελληνικό ρήμα (ΛΑΕΓ)

βληχάομαι, μέλ.ήσομαι·  αποθ. (βληχή)· βελάζω (επί αρνι­ών και αιγών). Εκ του ΒΛΗΧΗ, η· το «βέλασμα»· γεν. ο κλαυθηρισμός των παιδίων. Ετυμ.: βλυχή, βλυχάς, βλη-χά-ομαι, βλυχάζω.

Το ερώτημα που γεννιέται σε κάθε λογικό και σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος έχει κάποια, έστω και αμυδρή, σχέση με την Ελληνική γλώσσα, είναι τούτο:

Με δεδομένη την κύρια απασχόληση των Βλάχων («ποιμε­νική και κτηνοτροφική» κατά τον κ. Γ. Μπαμπινιώτη), ποια θέση φαίνεται περισσότερο πραγματική; Ότι η λέξη Βλάχος προέρχεται από το Volcae (Όυάλκαι) ή από το βληχάομαι; Κι αν σημειώσουμε επί πλέον ότι στην δωρική διάλεκτο η βληχή λέγεται βλαχά, πόσο πιθανόν είναι η λέξη Βλάχος να κατά­γεται από οποιαδήποτε άλλη πλην της βληχής, βλαχάς ή του βληχάομαι;