Α, α:

 

αβαλέι, ή και  αβαλέē :>  πρόβλημα, βλάβη,  συμφορά,  κάποια  δυσκολία που μα προέκυψε, κάποιο κακό  που συνέβη.

αβαλέα:> το πρόβλημα,  η βλάβη, η συμφορά,   η δυσκολία που μας προέκυψα,   το κακό  που μας  συνέβη.

αβαλέϊλι:> οι βλάβες, τα προβλήματα, οι δυσκολίες, τα κακά πράγματα που μας συμβαίνουν.

αλ αβαλέϊλου:> των βλαβών, των προβλημάτων, των δυσκολιών, των κακών συμβάντων

 

αβάου  = σε  εσάς   (αβά’ου  βι τζέκου= σε εσάς σας λέγω)

(λα βόι = σε  εσάς ) (λα βόι   ους  ζίνε = σε εσάς  θα έρθει)

 

αβέρα = τα πλούτη -τα υπάρχοντα

αβέρι  = πλούτος     -υπάρχοντα

 

αβιάμου= είχα

αβιάϊ    = είχε

αβιά     = είχε

αβιάμου = είχαμε

αβιάτου = είχατε

αβιά      = είχαν

 

άμου  =  έχω

άϊ      = έχεις

άρι    = έχει

αβέμου= έχουμε

αβέτς  = έχετε

άρου      = έχουν

 

αβούι  =     – (αβούι    ουν’όρε  = είχα  μία φορά  – κάποτε  )

αβούις=     – (αβούις  ουν’όρε  = είχες μία φορά  – κάποτε  )

αβού   =     – (αβού     ουν’όρε  = είχε   μία φορά  – κάποτε  )

 

 

 

αβούτου  =  πλούσιος,  αυτάρκης   – αυτός που έχει πλουσιοπάροχα έμψυχα και άψυχα

αβούτου = ο  πλούσιος  – με υπάρχοντα, έμψυχα και άψυχα   πλούτη

αβούϊτς   =  πλούσιοι

αβούτσ’ιε=  οι πλούσιοι

αλ  αβούτσλου= των  των πλούσιων

 

αβούτε =  πλούσια    – με υπάρχοντα.

αβούτα = ή πλούσια  -με υπάρχοντα.

αβούτι = πλούσιες       – με υπάρχοντα

αβούτι’λι = οι πλούσιες  – με υπάρχοντα

αλ αβούτιλου=  των πλούσιων  – με υπάρχοντα

 

άβντου ή αύντου  = ακούω

άβτζ    ή αύτζ     = ακούεις

άβντι,  ή αύντι  = ακούει  ( για την  ακοή, άβντι γκίνι =  ακούει καλά, παρβλ. Την αρχαία  ελλν. Λεξη ,,Αυδή’’ )

 

αβτζάι    ή  αυτζάϊ  = άκουσε

αβτζάις  ή  αυτζάϊς = άκουσες

αβτζέ,    ή  αυτζέ    = άκουσε

 

προστ.:  άβντι, ή αύντι = άκουσε

 

αβτζέμου, ή  αυτζέμου= ακούμε

αβτζάτς,  ή  αυτζάτς = ακούτε

άβντου,    ή  αύντου   =  ακούν(ε)  (και σε λοιπούς χρόνους)

 

αβτζέρι            = άκουσμα

αβτζέρα           = το άκουσμα

αβτζέιρ             = ακούσματα

αβτζέρι΄λι        = τα ακούσματα

αλ αβτζέριλου= των ακουσμάτων

 

αβντάκου  = αυξάνω

αβντάιτζ  = αυξάνεις

αβντάτζι  = αυξάνει

 

αβντάτζι = αύξησε

 

αβντιτζέμου = αυξάνουμε

αβντιτζέιτς = αυξάνετε

αβντάγκου   = αυξάνουν

[σιαβντάτζι = αυξάνετε  ]

[νιαβντιτζέμου= αυξάνουμε,  (εμείς αυξάνουμε –  ,,σαν πληθυσμό’’)]

 

αβόστου = δικό σας

αβόστου = δικός  σας

αβόϊτς    = δικοί σας

 

αβόστι = δικές σας

αβόστι = δικά σας

αβόστε = δική σας

αβόστε = δικό σας

 

 

αγάλια =  σιγαλά, (πι’ αγάλια = με χαλαρότητα,  με προσοχή, όχι με βιασύνη,  σιγά – σιγά, χαλαρά, (πρβλ. « σιγαλά »)

 

άγιου σκόρσο   (αρχ. Ελλ.  αγλίς -σκελίδα σκόρου, άγλιο)

άγιου = το σκόρδο

άϊγ   = σκόρδα

άγιε = τα σκόρδα

αλ  άϊγου = των σκόρδων

αγόνια:  – κ’αγόνια = με βιασύνη,  με αγωνία, ( πρβλ. Έκφραση, για ενέργεια,  που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια,  αναζήτηση.  ΕΠIΡΡ. με αγωνία, αγωνιωδώς,:  Aναμένω  εναγώνιοςα -ο.  [αρχ. ἐναγώνιος·   ἐναγωνίως]

αγουνιουσιά τι = αγωνίσου -(κάνε γρήγορα), με βιασύνη,

αγουνιουσιά’ ου  = πίεσέ την,  -(για  να κάνει  γρήγορα, με βιασύνη)

 

[μιαγουνιουσίου = βιάστηκα, πιέστηκα

τιαγουνιουσίς    = βιάστηκες, πιέστηκες

σιαγουνιουσί     =  βιάστηκε, πιέστηκα

 

προστ.: αγουνιουσιάτι = βιάσου, πιέσου

φέ  καγώνια = κάνε γρήγορα, πράξε με βιασύνη.

 

νιαγουνιουσίμου = βιαστήκαμε, πιεστήκαμε

βιαγουνιουσίτου = βιαστήκατε, πιεστήκατε

σιαγουνιουσίρε  =  βιάστηκαν, πιέστηκαν

*

μιαγουνιουσέστου = βιάζομε  , πιέζομε

τιαγουνιουσέιστ   = βιάζεσαι, πιέζεσαι

σιαγουνιουσέστι  = βιάζετε, πιέζετε

νιαγουνιουσίου     = βιαζόμαστε  , πιεζόμαστε

βιαγουνιουσίτς    = βιαζόσαστε, πιεζόσαστε

σιαγουνιουσέστου= βιάζονται, πιέζονται

**

μιαγουνιουσιάμου = βιαζόμουνα, πιεζόμουνα

τιαγουνιουσιάι = βιαζόσουν, πιεζόσουν

σιαγουνιουσιά = βιαζόταν, πιεζόταν

 

νιαγουνιουσιάμου = βιαζόμασταν, πιεζόμασταν

βιαγουνιουσιάτου = βιαζόσασταν, πιεζόσασταν

σιαγουνιουσιά     = βιαζόντουσαν, πιεζόντουσαν

***

σ’ μι αγουνιουσέστου  = να βιαστώ, να πιεστώ,(να κάνω όσο γίνετε γρήγορα, με αγωνία)

σ’ τιαγουνιουσέιστ    = να βιαστής, να πιεστής,

σ’ ιαγουνιουσιάστε   = να βιαστή,   να πιεστή

 

σ’ μιαγουνιουσιάμου = να βιαζόμουν, να πιεζόμουν

σ’ τιαγουνιουσιάι      = να βιαζόσουν, να πιεζόσουν

σι αγουνιουσιά          =  να βιαζόταν, να πιεζόταν.

 

αγουνιουσέρι          = βιασύνη, πίεση,  -(γρηγοράδα, αγώνα) 

αγουνιουσέρα        = η  βιασύνη, ή πίεση  (με γρηγοράδα, με αγώνα)

αγουνιουσέιρ        = βιασύνες, πιέσεις   (όταν  κάνουμε διάφορα πράγματα κάτω από πιέσεις, βιασύνες,   εργασίες με  αγώνα, με γρηγοράδα, δίχως να χάνουμε χρόνο ..κ.λπ. )

αγουνιουσέριλι      =  οι βιασύνες, οι πιέσεις, οι αγώνες (οι περιπτώσεις που η ανάγκη το επιτάσσει να κάνουμε πράγματα με πολύ  βιασύνη, γρηγοράδα, αγωνία )

αλ αγουνιουσέριλου = των  βιασυνών, των πιέσεων 

 

 

αγουνέστου= διώχνω  

αγουνέιστ = διώχνεις

αγουνέστι = διώχνει

 

αγουνίμου   = διώχνουμε

αγουνίετς  = διώχνετε

αγουνέστου= διώχνουν

 

αγουνίτς = διώξτε

*

αγουνίου = έδιωξα

αγουνίες  = έδιωξες

αγουνί     = έδιωξε

 

αγουνίμου= διώξαμε

αγουνίτου= διώξατε

αγουνίρε = έδιωξαν

**

αγουνιάμου= έδιωχνα

αγουνιάι   = έδιωχνες

αγουνιά    = έδιωχνε

 

προστ.:  αγουνιά = διώξε

 

αγουνιάμου= διώχναμε

αγουιάτου  = διώχνατε

αγουνιά     = έδιωχναν

 

αγουνίμου  = διώχνουμε

αγουνίτς      = διώχνετε

αγουνέστου = διώχνουν

 

προστ.:  αγουνίτς = διώξτε

 

αγουνίτσ’ λου = διώξτε  τον

σ’ λού αγουνίτς = να τον  διώξετε

αγουνίτσ’  ου = διώξε την

σ΄ού   αγουνίτς  = να  την διώξετε

 

λου αγουνίου= τον έδιωξα     λου αγουνίς = τον έδιωξες    λου αγουνί = τον έδιωξε

ου  αγουνίου = την έδιωξα     ου αγουνίς   = την έδιωξες     ου  αγουνί = την έδιωξες

γι    αγουνίμου    γι αγουνίτου     γι αγουνίρε

λι    αγουνίμου     λι  αγουνίτου   λι  αγουνίρε

 

λου αγουνιάμου    λου αγουνιάι       λου αγουνιά

γι  αγουνιάμου      γι αγουνιάτου      γι αγουνιά

λι αγουνιάμου       λι  αγουνιάτου     λι αγουνιά

 

λου αγουνέστου   λου αγουνέιστ      λου αγουνέστι

γι αγουνίμου        γι αγφουνίτς        γι  αγουνέστου

λι αγουνίμου        λι  αγουνίτς         λι αγουνέστου

 

***

αγουνισέρι   = απέλασις,  εκδίωξις,  διώξιμο

αγουνισέρα  = η απέλασις, η εκδίωξις, το διώξιμο

αγουνισέιρ    = απελάσεις, εκδιώξεις,

αγουνισέρι’λι = οι απελάσεις, οι εκδιώξεις,

αλ αγουνισέριλου = των απελάσεων, των εκδιώξεων

*****

αγουνόσου       = σιχαμένος,  αηδιαστικός   – (ιν γίνι  αγουνός =  μου έρχεται αναγούλα )

αγουνόσου    = ο σιχαμένος,  ο αηδιαστικός

αγουνόις        = σιχαμένοι,  αηδιαστικοί

αγουνόσ’ιε     = οι σιχαμένος, οι  αηδιαστικοί

αλ αγουνόσλου=των σιχαμένων,  αηδιαστικών

 

αγουνόσε  = σιχαμένη, αηδιαστική

αγουνόσα  = η σιχαμένη, η αηδιαστική

αγουνόσι          = σιχαμένες, αηδιαστικές

αγουνόρι’λι     = οι σιχαμένες, οι αηδιαστικές

αλ αγουνόσλου= των σιχαμένων, αηδιαστικών.

 

άγκουρου  = αγρός, χωράφι

άγκουρου= ο αγρός, το χωράφι

άγκουϊρ    = αγροί, χωράφια

άγκουρ’ιε = οι αγροί, τα χωράφια

αλ άγκουρλου=των αγρών, των χωραφιών

 

αγκουντέστου= κτυπάω

αγκουτέιστ    = κτυπάς

αγκουντέστι  = κτυπά

 

αγκουντίμου   = κτυπάμε

αγκουτίτς      = κτυπάτε

αγκουντέστου= κτυπάνε

*

αγκουντίου= κτύπησα

αγκουντίς   = κτύπησες

αγκουντί     = κτύπησε

 

αγκοτντίμου = κτυπάμε

αγκουντίτς    = κτυπάτε

αγκουντέστου= κτυπάνε

 

αγκουντίτς = κτυπήστε

[αγκουντίτς:> κτυτήστι = κτυπήστε, τυνατά = δυνατά,  αναγκαία = αναγκαία]

**

αγκουνρτιάμου= κτυπούσα

αγκουντιάι      = κτυπούσες

αγκουντιά        = κτυπούσε

 

αγκουντιά = κτύπα

 

αγκουντιάμου= κτυπούσαμε

αγκουντιάτου = κτυπούσατε

αγκουντιά = κτυπούσαν(ε)

**

αγκουντέρι             = κτύπημα

αγκουντέρα            = το κτύπημα

αγκουντέιρ              = κτυπήματα

αγκουντέρι’λι          = τα κτυπήματα

αλ  αγκουντέριλου = των κτυπημάτων

*****

 

αδικίε       = αδικία

αδικία        = η αδικία

αδικίϊ          = αδικίες 

αδικίϊ’λι     = οι αδικίες

αλ αδικίϊλου=των αδικιών

 

άδικου  =  άδικο

άδικου = το άδικο

 

 

αδικισέρι = αδίκημα

αδικισέρα = το αδίκημα

αδικισέιρ = αδικίματα

αδικισέριλι = τα  αδικίματα

αλ αδικισεριλου=των αδικιμάτων

 

αδικισίου = αδίκησα  (

αδικισιίς = αδίκησες,

αδικισί   = αδίκησε,

 

αδικισίμου = αδικήσαμε

αδικισίτου = αδικήσατε,

αδικισίτς  = αδικήσανε    (και σε λοιπούς χρόνους)

 

αδιασέρι  = άδειασμα

αδιασέρα = το άδειασμα

αδιασέιρ   =  αδειάσματα

αδιασέρι’λι = τα αδειάσματα

αλ αδιασέριλου =των αδειασμάτων

 

αδιασέστου = αδειάζω, ευκαιρώ

αδιασέιστ  = αδειάζεις,  ευκαιρείς

αδιασέστι  = αδειάζει, ευκαιρεί

 

αδιασίμου  = αδειάζουμε, ευκαιρούμε

αδιασίτς    = αδειάζατε,   ευκαιρείτε

αδιασέστου= αδειάζουν,  ευκαιρούν

 

αδιασίου = άδειασα, ευκαίρησα  

αδιασίες  = άδειασες,  ευκαίρησες

αδιασί     = άδειασε, ευκαίρησε

 

αδιασίμου = αδειάσαμε, ευκαιρήσαμε

αδιασίτου  = αδειάσατε, ευκαιρήσατε

αδιασίρε  = άδειασαν, ευκαίρησαν

 

αδγιάφουρου   = αδιάφορος

αδγιάφουρου= ο αδιάφορος

αδγιάφουιρ   = αδιάφοροι

αδγιάφουριε = οι αδιάφοροι  (αλ αδγιάφουρλου = των αδιάφορων )

 

 

 

άζε = σήμερα

 

αζμπουόρι = πετάει   (πετάει το πουλί )

αζμπουόρε = πετά

αζμπουρέ = πέταξε

 

αζμπόρου:> πετώ

αζμπόιρ :> πετάς

αζμπόρε:>  πετάει

 

άϊ     = έχεις

 

άϊ    =  έλα

άϊντι = έλα  (πρβλ. το  ,,άϊντε’’ να φύγουμε )

 

 

 

α’κασε = εις  οικίας, στο σπίτι

 

άκου       = βελόνι

άκου      = το βελόνι 

άϊτς        = βελόνια

άτσιε      = τα βελόνια 

αλ άτσλου= των βελονιών

 

 

ακικεσέρι   ακικεσέρα  ακικεσέιρ  ακικεσέρι’λι αλ ακικεσέριλου

 

ακικεσέστου= καταλαβαίνω,   αντιλαμβάνομαι        

σκικεσέιστ  = καταλαβαίνεις, αντιλαμβάνεσαι        

ακικεσέστι =  καταλαβένει,    αντιλαμβάνεται

 

ακικεσίμου           ακισεσίτς          ακικεσέστου

ακικεσίου            ακικεσίες           ακικεσί

ακικεσίμου          ακικεσίτου        ακικεσίρε

ακικεσιάμου        ακικεσιάι ακικεσιά

ακικεσιάμου        ακικεσιάτου     ακικεσιά

***

αντουκίερι = κατανόηση  με  ευκρίνεια

αντουτκιέρα  = η κατανόηση με ευκρίνεια

αντουκιέιρ 

αντουκιέρι’λι  

αλ  αντουκιέριλου

 

 

 

αντουκέστου= κατανοώ  ευκρινώς

αντουκέιστ = κατανοείς  ευκρινώς 

αντουκέστι = κατανοεί  – ευκρινώς

 

 

ακετσάρι         = σύλληψη, πιάσιμο   

ακετσάρα        = η σύλληψη, το πιάσιμο   

ακιτσέιρ           = συλλήψεις,  πιασίματα   

ακιτσεριλι        =  οι συλλήψεις, τα πιασίματα

αλ ακιτσεριλου= των συλλήψεων, των πιασιμάτων

*

ακάτσου= συλλαμβάνω, πιάνω

ακάϊτς  = συλλαμβάνεις, πιάνεις

ακάτσε = συλλαμβάνω, πιάνωει

 

ακάτσε = πιάσε

 

ακιτσέμου= συλλαμβάνουμε, πιάνουμε

ακιτάτς  = συλλαμβάνετε, πιάνετε

ακάτσε = συλλαμβάνουν  πιάνουν

 

ακιτσάτς = πιάστε

*

ακιτσάι  = συνέλαβα, έπιασα  

ακιτσάις = συνέλαβες, έπιασες

ακιτσέ    = συνέλαβε, έπιασε

 

 

ακιτσέμου  = συλλάβαμε, πιάσαμε  

ακιτσάτου  = συλλάβατε,  πιάσατε

ακιτσάρε   = συλλάβανε, πιάσανε

**

ακιτσάμου= συλλάμβανα, έπιανα 

ακιτσάι   = συλλάμβανες, έπιανες

ακιτσά     = συλλάμβανε,  έπιανε

 

ακιτσάμου= συλλαμβάναμε,  πιάναμε 

ακιτσάτου= συλλαμβάνατε,  πιάνατε

ακιτσά     = συλλάμβαναν,  πιάνανε(έπιαναν)

 

ακιτσάτσ’ ουλ = πιάστε τον, συλλάβετέ τον

(λου  ακιτσάτου τον  συλλάβατε  )

ακικάτσ’   ου  = πιάστε την,  συλλάβετέ την

(ου  ακιτσάτου=  την συλλάβατε )

**

 

 

αλλικσέστου= αλλάζω,  ανταλλάζω   

αλλικσέιστ= αλλάζεις,  ανταλλάζεις   

αλλικσέστι  =  αλλάζει, ανταλλάζει      (και σε λοιπούς χρόνους)

 

αλλικσέρι           = αλλαγή,  ανταλλαγή   

αλλικσέρα         = η αλλαγή, η ανταλλαγή

αλλικσέιρ           = αλλαγές, ανταλλαγές

αλλικσέρι’λ        = οι αλλαγές, οι ανταλλαγές

αλ  αλλικέριλου= των αλλαγών, των ανταλλαγών

 

αλλάντε = την  άλλην

αλλάντι   = τις άλλες

αλλάντι  = τα  άλλα

 

αλλάντου = τον άλλον

αλλάντς = τους άλλους

 

άλλτε  =  άλλη

άλλτι   = άλλα

 

αλλισσάι  = άφησα

αλλισσάις= άφησες 

αλλισσέ    = άφησε

 

αλλάσσου = αφήνω

αλλάισς  = αφήνεις

αλλάσσε = αφήνει

 

αλλάσσε = άφησε 

αλλάσσε = αφήνει

αλλάσσου’λου = άφησέ των

αλλάσσου       = άφησέ  την

 

αλλισσέρι  = εγκατάλειψη   

αλλισσέρα  = η εγκατάλειψη

αλλισσειρ  = εγκαταλείψεις

αλλισσερι’λι  = οι εγκαταλείψεις

αλ  αλλισσεριλου = των εγκαταλείψεων

 

 

άμου = έχω

 

αμίνου = ρίχνω,    (εμμένω  

αμίεν = ρίχνεις

αμίνε = ρίχνει

 

αμίνε = ρίχνε

αμινέμου= ρίχνουμε

αμινάτς = ρίχνετε

αμίνε     = ρίχνουν

 

αμινάρι

αμινάρα

αμινέιρ 

αμινέριλι

αλ αμινέριλου

 

 

αμίντι    = θύμηση   -(μίντι = νούς, μυαλό, εγκέφαλος )

αμιντιάι = θυμόσουν  (μιντουιάτι = σκέψου )

 

αμπόρου   = αυλή,  πρόθυρο

αμπόρου =  η αυλή,  το  πρόθυρο

αμπόιρ    = αυλές, πρόθυρα

αμπόρ’ιε = οι αυλές, τα πρόθυρα

 

αντάπου = ποτίζω

αντάικ = ποτίζεις

αντάπε = ποτίζει

προστ.: αντάπε = πότισε, υδροδότησε

αντιπέμου = ποτίζουμε, υδροδοτούμε

αντιπάτς    = ποτίζεται, υδροδοτήτε

αντάπε      = ποτίζουν, υδροδοτούν

προστ.: αντιπάτς = ποτίστε, υδροδοτήστε

«[αντιπάτς:> πατίςτι = ποτίστε, τάςτι άπα = δώστε άπα, ιτνατατίςτι = υδροδοτήστε]

*

αντιπάι = πότισα, υδροδότησα

αντιπάς= πότισες, υδροδότησες

αντιπέ  = πότισε, υδροδότησε

 

αντιπέμου = ποτίσαμε, υδροδοτήσαμε

αντιπάτου = ποτίσατε, υδροδοτήσατε

αντιπάρε = πότισαν, υδροδότησαν

**

αντιπάμου= πότιζα

αντιπάι   = πότιζες

αντιπά    = πότιζε

αντιπάμου = ποτίζαμε

αντιπάτου = ποτίζατε

αντιπά     = πότιζαν,

*

αντιπάρι            = πότισμα

αντιπάρα           = το πότισμα

αντιπέιρ             = ποτίσματα

αντιπέρι’λι        = τα ποτίσματα

αλ αντιπέριλου= των ποτισμάτων

 

άντα= όταν   (κέντου = πότε,  όποτεν, (όταν),  «κέντου  σ’ τζέσι  ασιέ = πότε σου  είπε  έτσι»)

(άντα βρέι τίνι = όταν θέλεις εσύ! )

-(φέρε  σ’ νι τρέϊκ σ’ νόι μα βρέμου = δίχως να μας ρωτήσεις και εμάς αν θέλεις)

(άντα  ους  ζίεν τίνι; = όταν θα έρθεις  εσύ;)

(μίνι  ους   άμου φουτζίτε = εγώ θα έχω φύγη)

 

αντάρου= διορθώνω                          –(τυαρτάνα = διορθώνω,  ορτά = ορθά ) 

αντάιρ = διορθώνεις     

αντάρε= διορθώνει

 

προστ. ενικ.: αντάρε = διόρθωσε   -(τεάρτανε = διόρθωσε,  αρτά = ορθά )

 

αντιρέμου = διορθώνουμε     

αντιράτς = διορθώνετε    

αντάρε = διορθώνουν

 

προστ. πληθ.:  αντιράτς = διορθώστε   -(τιαρτάςτι = διορθώστε,  αρτά = ορθά)

 

αντιράι  = διόρθωσα     

αντιράις = διόρθωσες      

αντιρέ = διόρθωσε

αντιρέμου = διορθώσαμε     

αντιράτου = διορθώσατε       

αντιράρε = διορθώνουν

 

αντιράμου = διόρθωνα     

αντιράι    = διόρθωνες       

αντιρά     = διόρθωνε

αντιράμου= διορθώναμε      

αντιράτου = διορθώνατε    

αντιρά     = διόρθωναν

 

 

 

αντιράρι = ιτιτιάρτατιν =  επιδιόρθωση,  αρτίν = ορθήν

αντιράρα  = α ιτιτιάρτατιν = η επιδιόρθωση,  (αρτίν = ορθήν)

αντιράιρ  = ιτιτιαρτάναιρ = επιδιορθώσεις  

αντιράρι΄λι  = λαι = οι , ιτιτιαρτάναιρ = επιδιορθώσεις  

αλ  αντιρέριλου

 

αντιράτου = επιδιορθωμένο  (αντιράτου  = ιτιτιορτανίνο = επιδιορθωμένο  )

αντιράτου = το επιδιορθωμένο, ο επιδιορθωμένος    

αντιράτς          = επιδιορθωμένοι

αντιράσ’ιε       = οι επιδιορθωμένοι   

αλ αντιράτλου= των επιδιορθωμένων

 

αντιράτε  = επιδιορθωμένη

αντιράτα  = η επιδιορθωμένη

αντιράτι    = επιδιορθωμένες

αντιράτι΄λι   = οι επιδιορθωμένες

αλ αντιράτιλου= των επιδιορθωμένων

 

αντάρι’λι = διόρθωσέ τα

αντιράτσ’λι =  διορθώστε τα

**********

[ σ΄ λι  αντάρου= να τα διορθώσω

σ’ λι αντάιρ  = να τα διορθώσεις

σ΄ λι αντάρε = να τα διορθώσει

 

σ’ λι  αντιρέμου= να τα διορθώσουμε

σ’ λι  αντιράτς = να τα διορθώσετε

σ΄λι   αντάρε   =  να τα διορθώσουν

 

σ’ λου  αντιράτς = να τον διορθώσετε

 

λου  αντιράι  = τον διόρθωσα,  το διόρθωσα   

λου  αντιράις= τον διόρθωσες, το διόρθωσε  

λου  αντιρέ   = τον διόρθωσε,   το διόρθωσε

 

γι αντιράι  = της  διόρθωσα 

γι αντιράις= της διόρθωσες

γι  αντιρέ  = της διόρθωσε

 

γι αντιρέμου  = τους διορθώσαμε,  τις διορθώσαμε

γι  αντιράτου = τους διορθώσατε, τις διορθώσατε

γι αντιράρε  = τους  διόρθωσαν, τις διόρθωσαν

 

λι  αντιράμου= τα διόρθωνα

λι  αντιράι    = τα διόρθωνες

λι  αντιρά     = τα διόρθωνε

 

λι αντιράι = τα  διόρθωσα

λι αντιράις= τα διόρθωσες

λι αντιρέ   = τα διόρθωσε

 

γι’  ού  αντιράι = του  το διόρθωσα

γι’ ού  αντιράι = της το διόρθωσα

 

γι’ ου  αντιράις = του  το διόρθωσες

γι  ού  αντιράις = της το διόρθωσες

 

γι’ ου  αντιρά = του το  διόρθωνε

γι’ ού  αντιρά = της  το διόρθωνε ]

*******

αντάπου = υδροδοτώ, ποτίζω

αντάϊκ  = υδροδοτείς,  ποτίζεις

αντάπε = υδροδοτεί, ποτίζει  

 

αντάπε = υδροδότησε, πότισε

 

αντιπέπου = υδροδοτούμε, ποτίζουμε

αντιπάτς  = υδροδοτείτε ,  ποτίζετε

αντάπε    = υδροδοτούν, ποτίζουν   

 

αντιπάτς = υδροδοτήστε, ποτίστε

*

αντιπάϊ = υδροδότησα, πότισα  

αντιπάις= υδροδότησες,  πότισες   

αντιπέ   = υδροδότησε, πότισε

 

αντιπέμου = υδροδοτήσαμε, ποτίσαμε

αντιπάτου = υδροδοτήσατε, ποτίσατε 

αντιπάρε = υδροδότησαν, πότισαν

**

αντιπάμου = υδροδοτούσα, πότιζα  

αντινπάϊ   = υδροδοτούσες, πότιζες 

αντιπά      = υδροδοτούσε, πότιζε

 

αντιπάμου = υδροδοτούσαμε,  ποτίζαμε  

αντιπάτου = υδροδοτούσατε,   ποτίζατε   

αντιπά     = υδροδοτούσαν -(ε), πότιζαν -(ε)

 

αντούγκου = φέρνω

αντούτς     = φέρνεις

αντούτσι  = φέρνει

 

άντου =  φέρε

άντ’ου = φέρ’ την  -(ου αντούσι = την έφερε, λου  αντούσι = τον έφερε)

 

αντουτσέμου = φέρνουμε

αντουτέστς   = φέρνετε

αντούκου          = φέρνουν

*

αντούσου   =  έφερε

αντουσιές=  έφερες

αντούσι   =  έφερε

 

αντούσουμου =  φέραμε

αντούσουτου  =  φέρατε

αντούσιρε      =  φέρανε

 

αντουτσιάμου =  φέρναμε

αντουτσιάτου =  φέρνατε

αντουτσιά    =  έφεραν, φέρνανε

 

 

 

αντούνου = μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω

αντούϊν  = μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις

αντούνε = μαζεύει, συλλέγει, συγκεντρώνει

 

αντούνε = μάζεψε,  σύλλεξε, συγκέντρωσε

 

αντουνέμου = μαζεύουμε, συλλέγουμε, συγκεντρώνουμε

αντουνάτς = μαζεύετε, συλλέγετε,  συγκεντρώνετε  

αντούνε     = μαζεύουν, συλλέγουν, συγκεντρώνουν

 

αντούνε  = μαζεύουν,  συλλέγουν, συγκεντρώνουν  (και σε λοιπούς χρόνους)

 

αντουνάρι      = μάζεμα, συλλογή, συγκέντρωση,  αντάμωση,  αντάμωμα

αντουνάρα     =  το μάζεμα, η συλλογή, η συγκέντρωση, η συνάντηση, το αντάμωμα

αντουνέιρ      = μαζέματα, συλλογές, συγκεντρώσεις, συναντήσεις, ανταμώματα

αντουνέρι’λι  = τα μαζέματα,  οι συλλογές,  οι συγκεντρώσεις, οι συναντήσεις, τα ανταμώματα

αλ αντουνέριλου= τα μαζεμάτων, των συλλογών, των συγκεντρώσεων, των συναντήσεων,  των ανταμωμάτων

 

ανγκίρου :    λένε στο ιδίωμα  στο ποτάμι  τι σημείο που αγκυλώνουν τα ύδατα  συνήθως σε κάποια στροφή των υδάτων, και λόγο  του ότι  έχει δημιουργηθεί  βάθος – λακκούβα σ ο δάπεδο – πυθμένα των υδάτων.

ανγκίρου : το αγκυλωμένο νερό  στο ποτάμι

ανγκίερ   : αγκυλωμένα  νερά -σαν λιμνούλα στο ποτάμι

ανγκίριε  : τα  αγκυλωμένα  νερά –σαν λιμνούλα στο ποτάμι  

αλ΄νγκίρλου: των αγκυλωμένων υδάτων,  λιμνούλες στο ποτάμι.

 

αό      = εδώ

αότσι = σε αυτό εδώ

 

αούε           = σταφύλι

αούα           = το σταφύλι

αούϊ             = σταφύλια

αούϊ’λι        = τα σταφύλια

αλ αούϊλου= των σταφυλιών

 

αόλτρα = προχθές

 

αούμπρε              = σκιά

αούμπρα             = η σκιά

αούμπρι              = σκιές

αούμπριλ’λι       = οι σκιές

αλ  αούμπριλου = των σκιών

 

[του  αούμπρα  αλούι = στην σκιά την δική του]

[του  αούμπρα  αγιέ   = στην σκιά την δική της ]

 

απιρί   = ξημέρωσε

απρίτα μπούνε =  πρωινό καλό,  ξημέρωμα καλά

απρίντι = άναψε,

 

άρι = έχει

 

ασιάρε = εχθές

 

άλφε = άλφα ,

άλφα = το άλφα

 

αμάρι = θάλασσα

αμάρα = η θαλασσα

 

αμιά = δική μου

ανιΐα = εμένα

ανόστε = ανόστου

 

αό = εδώ

αό’τσι = εδώ …..

αότσι = εδώ ….

 

άππε = ύδωρ, -νερό

άππα = το ύδωρ, το νερό

άππι  = ύδατα, τα νερά

 

 

απούνε    = χαμήλωσε        – (απούνε μπότσια = χαμήλωσε την φωνή )

απούν’ ου = χαμήλωσέ το, χαμήλωσέ την.

 

απούνου = χαμηλώνω    -(απούνου  ντέγκα = χαμηλώνω το κλαδί)

απούϊν  = χαμηλώνεις

απούνε = χαμηλώνει

 

απούνε = χαμήλωσε

 

απουνέμου= χαμηλώνουμε

απουνάτς = χαμηλώνετε  

απούνου      = χαμηλώνουν

 

απουνάτς = χαμηλώστε

 

απουνάι  = χαμήλωσα

απουνάις= χαμήλωσες

απουνέ   = χαμήλωσε

 

αμουνέμου = χαμηλώνουμε

απουνάτου = χαμηλώσατε

απουνάρε = χαμήλωσαν

***

απουνάτου      = χαμηλός

απουνάτου  = ο χαμηλός

απουνάτς     = χαμηλοί

απουνάτσιε = οι χαμηλοί

 

απουνός             = χαμηλός

απουνόσου        = ο χαμηλός

απουνόις            = χαμηλοί

απουνόσιε         = οι χαμηλοί

αλ απουνόσλου= των χαμηλών

 

μιαπούνου = χαμηλώνω  -(μιαπούνου τα σ’μιμπάσιε Ντάντα = χαμηλώνω  για να με φιλήσει η Γιαγιά)

τιαπουϊν   = χαμηλώνεις

σιαπούνε = χαμηλώνει

 

απούνιτι = χαμήλωσε

 

νιαπουνέμου = χαμηλώνουμε   -(υποκλινόμαστε)

βιαπουνάτς = χαμηλώνετε

σιαπούνε  = χαμηλώνουν

 

απουνάτσβε = χαμηλώστε

-(υποκλιθείτε) -(τα σμπισιάτς μένα αλ Πάππου= για  να φιλήσετε το χέρι του Παππού)

*

μιαπουνιάι = χαμήλωσα       -(υποκλίθηκα)

τιαπουνάις = χαμήλωσες

σιαπουνέ   = χαμήλωσε

 

νιαπουνέμου = χαμηλώσαμε    -(υποκλιθήκαμε)

βιαπουνάτου = χαμηλώσατε

σιαπουνάρε   = χαμήλωσαν

**

μιαπουνάμου= χαμήλωνα       -(υποκλινόμουν)

τιαπουνάι   = χαμήλωνες

σιαπουνά    = χαμήλωνε

 

νιαπουνάμου= χαμηλώναμε   -(υποκλινόμασταν)

βιαπουνάτου = χαμηλώνατε    -(υποκλινόσασταν)

σιαπουνά     = χαμήλωναν      -(υποκλινόταν, υποκλινόντουσαν)

 

ασκούλντι = υπακούει   -(ασκούλντι φιτσιόρου = υπακούει το παιδί)

ασκούλντε:   άκουσε, υπάκουσε  -(ασκόυλντε τσι σ’ τζέγόυ = άκουσε τι σου λέγω )

ασκούλντου : ακούω  -υπακούω    -(σε αυτά που μου λέει  η Μάτερ)

ασκουλντέ = άκουσε, υπάκουσε  -(σε αυτά που του είπε ο Πατέρας του)

[ασκούλντου:> ακούο = ακούω, σκολαστυκά = σχολαστικά, αυκλινός = ευκρινώς ]

( το ρήμα «ασκούλντου» φυσικά σε όλους τους χρόνους)

 

αφλάι  = βρήκα, ανακάλυψε, εντόπισε

αφλάις= βρήκες, ανακάλυψες, εντόπισες

αφλέ   = βρήκε, ανακάλυψε, εντόπισε

 

άφλε = βρες, ανακάλυψε, εντόπισε   

 

άφλε = βρίσκει, ανακαλύπτει,  εντοπίζει

άφλου = βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω

 

 

αχρούκου = ρίχνω, πετώ  -(κάτι άχρηστο )

αχρόυτς  = ρίχνεις

αχρούκε = ρίχνει

 

αχρούκε = ρίξε, πέτα

αχρούκ’ ου = ρίξ ’το,  πέτα το,  αλλά και πέτα την, ρίξ’ την.

αχρούκ’ουλ = ρίξ’ τον, πέτα τον.

 

αχρουκέμου

αχρουκάτς

αχρούκε

 

αχρουκάρι

αχρουκάρα

αχρουκέιρ 

αχρουκέριλου

αλ αχρουκέριλου

 

αχρούτου = άσχημα  (π.χ.  ιν γίνι  αχρούτου =  μου έρχεται άσχημα)

αχρά = σάρωνε        ( αχρά αμπόχρου = σάρωσε -σκούπιζε την αυλή )

αχρέ = σάρωσε       -(σκούπισε)

αχρέστου = σαρώνω

αχρέιστ = σαρώνεις  

αχρέστι = σαρώνει -σκουπίζει  

αχρά’ου = σάρωσέ το  (σκούπισέ το)

 

αχτάρι = έτοιο   (αχτάρι αρά :  τέτοιο   ήταν )

αχτέιρ, ή αχτέρι = τέτοια  (αχτέρι γκέουρι = τέτοια πράγματα)