Σ:
σ’ άμου :> σ’= σα = να, άμο = έχω
σί = κι/καί
Σάρι = άλας, αλάτι
Σάρα = το αλάτι (για την ετυμολογία βλ. στο Λεξικό )
σβρά = αγαπιούνται, θέλγονται
σούλε = σούβλα
σούλα = η σούβλα
σούλι = σούβλες
σούλι’λι = οι σούβλες
αλ σούλιλου = των σουβλιών
σφέτσι = ποιήθηκε, πράχθηκε, έγινε
σφέτσιρε = ποιήθηκαν, πράχθηκαν, έγιναν
σφιτσιά = γινόταν, ποιούταν
σφάτσι = ποιείτε, γίνετε