Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Πρόλογος

Οἱ εἰδικοί λέγουν πώς ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι ἀπό τίς πλουσιότερες γλῶσσες τοῦ κόσμου γιά τήν πλούσια ἐκφραστικότητα της, καθώς καί γιά τή μεγάλη παραγωγική της δύναμη.

Ἐμεῖς θά μιλήσουμε γιά κάτι καινούργιο πού  ἒχει ἀποκαλυφθεῖ. Θά  ἀποκαλύψουμε πώς ἡ δύναμη τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ὀφείλεται στή δομή τῆς λέξης πού ἀποτελεῖ τό σκελετό της  καί πῶς θά διαβασθοῦν αὐτά τά γράμματα,  ἀπό τά ὁποία  ἀποτελεῖται, σύμφωνα μέ μιά καινούργια ἀνάγνωση αὐτῶν τῶν γραμμάτων μέ πολυπροφορά, ἡ ὁποία ἀποκαλύφθηκε  ἀπό  τίς διαφορές, πού ἒχουν οἱ ἑλληνικές διάλεκτοι μεταξύ τους, ἀπό τήν ποικιλία τῶν συνωνύμων, καθώς καί ἀπό τίς ρίζες ἑλληνικῶν καί ξένων λέξεων. Αὐτόν τόν τρόπο  ἀνάγνωσης φαίνεται πώς εἶχε ἡ πρωτογενής μας γλῶσσα γιά νά ὑπάρχουν αὐτές οἱ πλούσιες συνωνυμίες πού ὁμοιάζουν κατά τό μάλλον ἤ ἧττον ὡς πρός τή σημασία τους οἱ λέξεις μεταξύ τους… Θά καταπλαγεῖτε καί θά προβληματισθεῖτε ἀπό τή δυναμική και ἀπό  τή σοφία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας».

 

Μέρος πρώτο.

Εισαγωγή

Διαβάζοντας το βιβλίο τού Ένρίκο ΜαττίεβιτςΤαξίδι στη Μυθολογική Κόλαση“, καθηγητή Πανεπιστημίου της Βραζιλίας, πού διατείνεται πώς ό Άδης των άρχαίων Ελλήνων βρισκόταν στο Περού, προβληματίστηκα άπό αυτά πού ανέφερε για τη χώρα των “Ινκα και υποψιάστηκα ότι οι άνθρωποι αυτοί πού είχαν αναπτύξει έναν τόσο μεγάλο πολιτισμό, Ίσως ήταν Έλληνες πού είχαν φτάσει εκεί κατά το μακρινό άγνωστο παρελθόν.

Τρεις λέξεις μέ έντυπωσίασαν και μέ οδήγησαν στην άνάγνωσή τους. Αυτές ήταν οι λέξεις “ΟίεΪΓ, €Ηίη§&η& και Αικίβηοδ”. Μέ την πρώτη εννοούσε τη “Μυστική χώρα Όφείρ, πού ανέφερε ό βασιλιάς Σολομών των Εβραίων και ζητούσε από τούς τότε συμμάχους του Φοίνικες να τού φέρουν άπο εκεί “χρυσίον και άλμουγείμ“, ή δεύτερη άναφερόταν στο κάτω μέρος ένος φρουρίου και λεγόταν Τσιγκάνα και ή τρίτη λέξη Αντένες χαρακτήριζε εναν τεχνητό κήπο στο ναο τού Ηλίου Κορικάντζα. ‘Όλες οί λέξεις πού χρησιμοποιούσε στο βιβλίο του ο συγγραφέας, ήταν γραμμένες μέ λατινικά στοιχεία και είχε και τήν άνάγνωσή τους μέσα σέ παρένθεση.

Ή πρώτη λέξη “Οfeir” διαβάστηκε ώς efiro = Εφύρα, όνομασία πολλών έλληνικών πόλεων, μεταξύ των οποίων καί το πρώτο όνομα τής Κορίνθου ηαι τήν οποία είχαν ιδρύσει οΐ Θεσσαλοί Μινύες (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη στα ανάλογα λήμματα). Αύτοί χαρακτηρίζονταν ώς σπουδαίοι άργοναύτες, πού ίδρυαν πόλεις, ταξίδευαν άνά τον κόσμο κι έφερναν στην πατρίδα τους πλούτη καί δόξα.

Ή δεύτερη λέξη “Cingana” διαβάστηκε ώς Cinangah = σύναγκος ή Cinangaiaη= συνάγκεια, γιατί στην άρχή τής λέξης υπήρχε ή πρόθεση Cin, το δε υπόλοιπο  gana  ώς angaia= αγκεια, γιατί δεν ήταν δόκιμο να τελειώνει σε “γκάνα”, άν ηταν αρχαία έλληνικη λέξη. ‘Ύστερα αυτό το “να” παρέπεμψε στις μεταβολες πού ύφίσταντο οι ρίζες των λέξεων των ρημάτων στην αρχαία έλληνικη γλώσσα, όταν παίρνουν προσφύματα  “αν ή  ν” η μεταβάλλονται, όταν έχουν στο θέμα τους ένρινα η ύγρά, όπως βλαστάνω (από θέμα βλαστ), φθάνω (από θέμα φθα) ή υφαίνω (άπο θέμα ύφ και με πρόσφυμα –αν= ύφαν– εξ ου ύφαν-j–  ύφάννω= υφαίνω με άναπληρωματική έκταση τού j=ι βραχύ σε ι μακρό). ΄Ετσι, ή λέξη διαβάστηκε “συνάγκεια η σύναγκος“, που άνευρέθηκαν στο αρχαίο έλληνικό λεξικό τού LIddell-Scott (Κωνσταντινίδου) μέ πολλή iκανοποίηση καi σήμαινε “κοίλον τόπον ή φάραγγα”. Παράλληλα άναφέρθηκαν καi δυο συνωνυμα “συναγγία= λακκώδες μέρος, λάκκωμα” και τό “μισγάγκεια , πού είναι ή ομηρική λέξη προγενέστερη τού “συνάγκεια“. “Εγινε προσπάθεια να διαβασθούν κι αύτές οι δυο συνώνυμες λέξεις το συνάγκεια και διαβάστηκαν ώς εξής:  Άπό “Chingana“= Cinangia = συναγγία (ν προ γ άφομοιώνεται και γίνεται γ, οπως σύν+γράφω = συγγράφω) και τό δεύτερο πάλι άπό τό “Chingana“= nihgancaia = μισγάγκεια.

“Εγινε αντιληπτό όμως πώς τά γράμματα n, a, c είχαν διαβαστεί μέ πολυπροφορά. Τό n = ν, άλλα καi μ, τό ai=ει (σκέφθηκα πώς ηταν ή άναπληρωματική έκταση, αλλα και a=ο στη λέξη σύναγκος· τό δέ c = σ = ώς κ μετά άπό α, όπως και στη Γαλλική γλώσσα π.χ.= cafe. Τό δέ h ώς παχύ   ch = σ στις λέξεις συνάγκεια καί συναγγία.

Ή δε τρίτη λέξη “Andenes” διαβάστηκε, ώς anadenesdasesη=άναπαράστασις (τού κήπου). Καί εδώ ή λέξη διαβάστηκε με πολυπροφορά- τό  d = δ  διαβάστηκε  π και  τ, τό δέ e, ώς α και ι,  ενώ το n=ρ

“Έγινε κατανοητό πώς οΐ λέξεις αυτές τών “Ινκα διαβάζοντο στήν έλληνική γλώσσα, άλλα μέ πολυπροφορά. “Επρεπε να βρεθεί ό λόγο: αυτής τής πολυφωνίας τών γραμμάτων της ξενης γλώσσας πρός την ελληνική, να διαβασθούν κι άλλες, κι ακόμη αν το φαινόμενο αυτό υπάρχει και στις ελληνικές λέξεις μεταξύ τους.

Έτσι, μελετήθηκαν oλες σιγά σιγά οι δεδομένες λέξεις των “Ινκα στο βιβλίο τοϋ καθηγητή Ματτίεβιτς· (λέξεις θεών, γεωγραφικών ονομασιών, ονομάτων ηπείρων, πόλεων, χωρίων. Ιθαγενών καί λοιπών άλλων ονομασιών έκτος άπο τη χώρα τών “Ινκα, στα περισσότερα μέρη Γης), όπως θά άναφερθούν πιο κάτω. Όλες διαβάζονταν στην ελληνική γλώσσα, έδιναν συνώνυμες λέξεις και μέ τη συνεχή εξάσκηση διαπιστώθηκε πώς οί λέξεις διαβάζονταν συνέχεια και αύτοαναλύονταν, δίνοντας ορισμούς, πληροφορίες, συνώνυμες λέξεις. Το ίδιο πράγμα συνέβαινε και μέ τις ελληνικές λέξεις. ‘Όλες διαβάζονταν μέ πολυπροφορά τών γραμμάτων, και ήταν φυσικό νά συμβαίνει αύτό, όταν άπο μιά συνεπτυγμένη λέξη πού περιέχει το σκελετό τής υπό ανάπτυξη λέξεως, στην άνάλυσή της δίνει τόσες άλλες πολλές λέξεις. Αυτά πού ήδη είχαμε επισημάνει, επρεπε νά τά επιβεβαιώσουμε και μέ άποδείξεις.

Και οι αποδείξεις βρέθηκαν στο άρχαΐο έλληνικο άλφάβητο, όταν διαβάστηκαν τά γράμματα τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο άρχαίο ελληνικό λεξικό του  Liddell – Scott (Κωνσταντινίδου), oπου είχαν επισημανθεί οί διαφορές τών γραμμάτων μεταξύ τών ελληνικών διαλέκτων τής Αιολικής, Ιωνικής, Δωρικής και τών λοιπών Ιδιωματικών έλληνικών γλωσσών. Τό άλφάβητο ήταν κοινό, τό ίδιο, άλλά οι ίδιες λέξεις λέγονταν και γράφονταν διαφορετικά, π.χ. άγαθόνάγεθόν άκαθόν, βάλλωζέλλω, ΒίλιπποςΦίλιππος,  πράτος – πρώτος, παράπαραί, σκίφος ξίφος, γέφυραβέφυρα, λάσιοςδασύς, άδηνήςάμαθης και τόσες άλλες διαφορές μεταξύ τους. Συλλέχτηκαν αυτές οί διαφορές τών γραμμάτων στις διαλέκτους, μελετήθηκαν, καί εγινε ή εφαρμογή στις λέξεις τών “Ινκα. Ή εργασία ήταν επίπονη και χρειαζόταν άντοχή, επιμονή και χαλύβδινη υπομονή. Μετά άπο πολύ χρονικό διάστημα, οί λέξεις ξεσκεπάστηκαν, ξεδιπλώθηκαν και άποκαλύφθηκαν. “Εγινε άντιληπτό πώς διαβάζονταν συνέχεια, είτε άπό τή δεξιά πλευρά, είτε άπό τήν άριστερή, είτε άπό τό μέσο πρός τά άριστερά και συνέχεια το υπόλοιπο τμήμα ή άντίθετα, και το ίδιο γράμμα στη λέξη δέν είχε τήν ίδια φωνητική αξία· είχε δηλαδή πολυπροφορά. Ή λέξη όμως διαβαζόμενη σωστά, λόγω τής δυσκολίας τής πολυπροφοράς, έδινε όρισμό, πληροφορίες γιά τό τί φανέρωνε ή ιδια καί συνώνυμες λέξεις, που σχηματίσθηκαν από το διαφορετικό διάβασμα των γραμμάτων, λόγω αυτής τής πολυπροφοράς των γραμμάτων, άνάλογα μέ τις περιοχές που έμεναν. ΟΙ γλώσσες που γράφονταν μέ ελληνικά γράμματα ή μέ λατινικά στοιχεία ή μέ διάφορα σύμβολα γραφής, άλλα καταγραφόταν ή σημασία τους μέ τά αναφερόμενα γράμματα, αναλύονταν στην έλληνική γλώσσα, όταν εφαρμοζόταν το πολυφωνικό αυτό άλφάβητο.

Αυτή ή, πολυφωνία φαίνεται οτι υπήρχε και στη γραμμική γραφή, τύπου Β, γιατί ό κ. Μπαμπινιώτης σ’ ενα του άρθρο στο “Βήμα” τής Κυριακής, 23-6-2002 έγραφε· “Άν λάβει κανείς ύπ’ όψιν οτι ό άριθμός τών συλλαβών σέ μια γλώσσα είναι τεράστιος, καταλαβαίνει ότι μια συλλαβογραμμική γραφή – για λόγους οίκονομίας – χρησιμοποιεί εναν μικρό μόνο άριθμό συλλαβογραμμάτων για να δηλώσει όλες τις συλλαβές. “Ετσι, λ.χ. τό συλλαβόγραμμα πε δηλώνει επίσης και τό φε. Δηλώνει άκόμη και τις συλλαβές μέ ει και η, ι. πει πη, πι, βεβειβη, βι, φεφειφη, φι. Τό ίδιο συλλαβόγραμμα δηλαδή έχει 12 δυνατές αναγνώσεις!

Άκόμη λέμε οτι προέρχονται από τήν έλληνική γλώσσα και δέν υπάγονται σέ κοινή, γιατι αυτή παρουσιάζει πληρέστερη γραφή συνδυασμού τών γραμμάτων, έναλλάσσοντας κανονικά όλα τά φωνήεντα μέσα στή λέξη, είναι πολύ πλουσιότερη στις λέξεις, στα συνώνυμα και στους λεκτικούς τύπους άπό τις λοιπές γλώσσες τού κόσμου. Άκόμη αναλύοντας διάφορα γεωγραφικά όνόματα, αποκαλύπτουν πώς Έλληνες Πελασγοί ή Θεσσαλοί ή άλλοι Έλληνες άπό διάφορα μέρη έδωσαν τήν ονομασία ή ίδρυσαν τή χώρα ή τήν πόλη.

Ή δέ λέξη “γλώσσα” άναλυόμενη μας λέγει πώς είναι ή σοφία τού Θεού Ηλίου, που δόθηκε στους γιους του τους Έλληνες, για νά τη μεταδώσουν στην οικουμένη και νά διατηρηθεί ζανεκέως (διηνεκώς= αιωνίως). (Θα γραφεί στις τεκμηριώσεις).

Μετά από αύτή την άνάλυση της έννοιας “Γλώσσα“, άποκρυπτογραφήθηκαν και οί διάφορες γλώσσες τοϋ κόσμου. ‘Όλες, όπως είχα υποπτευθεί μετά την άνάλυση τών λέξεων τών “Ινκα, άναλύονταν το ίδιο στην ελληνική γλώσσα, γιατί είχαν προέλθει άπο την έλληνική γλώσσα, πού λόγω της πολυπροφοράς τών γραμμάτων, λέγονταν και γράφονταν διαφορετικά.

Αύτο θύμισε καί την αναφορά της Αγίας Γραφής, πού έλεγε πώς στή Βαβυλώνα, ενώ έχτιζαν τον Πύργο τής Βαβέλ, (Βαβέλ = βαβελάν = Βαβυλών), οί τεχνίτες, ενώ μιλούσαν τήν ίδια γλώσσα, δεν μπορούσαν νά συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Ακόμη πρέπει νά λεχθεί εδώ πώς μιά επιτροπή πού έχει συγκροτηθεί στήν Καλιφόρνια τής Αμερικής, στο Πανεπιστήμιο Ίρβάϊν, υπό τή γλωσσολόγο ελληνίστρια κα Μαριάν Μακντόναλντ, συγκεντρώνει τις γλώσσες όλου τού κόσμου και τις άποθησαυρίζει σ’ εναν ύπολογιστή, πού τον ονομάζει “Ιβηκο“. Κατά τήν εργασία αυτή έχουν καταγραφεί περισσότεροι από 70.000.000 λεκτικοί τύποι τής ελληνικής γλώσσας, έναντι 12.000.000 λέξεων τής Λατινικής και 750.000 Αγγλικών λέξεων, πού οί 250.000 περίπου είναι τεχνικοί όροι. Έπί πλέον από τά 8.000 καταγεγραμμένα βιβλία, τά 4.000 είναι ελληνικά. Ό δε καθηγητής Μπρούνερ πού εποπτεύει τόν υπολογιστή, είπε τό εξής καταπληκτικό και αληθινό. Άν μας ερωτήσουν, γιατί ξοδεύουμε τόσα χρήματα, γιά νά αποθησαυρίσουμε τήν Έλληνική Γλώσσα, Θά τούς απαντούσαμε πώς είναι, ή Γλώσσα τών προγόνων μας“!

Ή πολυπροφορά όμως αυτή τών γραμμάτων, ενώ από τή μιά ωφέλησε και ανέπτυξε τή δυναμική τών λέξεων, παρέχοντας πλούσια παραγωγή λέξεων με παρεμφερείς έννοιες καί μέ πλήθος συνωνύμων λέξεων, από τήν άλλη δημιούργησε σύγχυση μεγάλη σ’ αυτούς πού μιλούσαν τή γλώσσα σέ διάφορα μέρη τού κόσμου ή σέ απόμακρες μεταξύ τους περιοχές. Δεν μπορούσαν νά συνεννοηθούν. ΄Ετσι, δημιουργήθηκε το μονοφωνικό αλφάβητο που το κάθε γράμμα είχε συγκεκριμένο φώνημα, καί ό κάθε λαός, όπως έλεγε και είχε καταγράψει τις λέξεις, τις κράτησε, δημιουργώντας ό καθένας μια διαφορετική γλώσσα, τη δική του γλώσσα.

Ή μονοφωνική προφορά των γραμμάτων όμως αφαίρεσε από τίς λέξεις τή δύναμη νά μπορούν νά αναπλάθουν τή λέξη, νά τήν ξεδιπλώνουν καί νά τήν άναλύουν. Δολοφόνησαν το ζωτικό ψυχισμό της και ή γλωσσά μας και οί δημιουργηθείσες γλώσσες έμειναν στείρες και άγονες).