Μ:
μάρι = μεγάλο
μάρι = μεγάλη
μάρα = η μεγάλη (π.χ. φιάτα μάρα = η θυγατέρα η μεγάλη )
μά μάρι = ποιο μεγάλη
μάρι’λι = οι μεγάλες
μα μάρι’λι = οι ποιο μεγάλες
αλ μάριλου = των μεγάλων
μάρι = μεγάλο, (π.χ. μάρι φιτσιόρου = μεγάλο αγόρι)
μάρι = μεγάλος (π.χ. σφέτσι μάρι = έγινε μεγάλος )
μάρε = ο μεγάλος (π.χ. φιτσιόρου μάρε = το αγόρι το μεγάλο )
μάριε = οι μεγάλοι
μα μάριε = οι ποιο μεγάλοι
μάρι λέμου = μεγάλο ξύλο
μάρι σκέμπε = μεγάλη πέτρα
μένε = χειρ, χείρα, χέρι
μένα = η χειρ, η χείρα, το χέρι
μέϊν = χείρες, χέρια
μείν΄λι = οι χείρες, τα χέρια
αλ μέϊνλου = των χειρών, των χεριών
μέρου = μήλο -αλλά και -(μηλιά)
μέρου = το μήλο -(η μηλιά)
μέρι = μήλα -( μηλιές)
μέρι’λι = τα μήλα – (οι μηλιές)
αλ μέριλου = των μήλων -(των μηλιών )
***
μιακάτσου :> μαλώνω, πιάνομε (ακάτσου = πιάνω)
μιακιτσάμου:> μάλωνα, πιανόμουν (ακιτσάμου = έπιανα)
μιακιτσάι :> μάλωσα, πιάστηκα (ακιτσάι = έπιασα )
μιαγκουντίου = κτυπήθηκα, κτύπησα ( αγκουντίου = βάρεσα )
μιαγκουντέστου = κτυπιέμαι (αγκουντέστου = βαράω )
μιαγκουντιάμου = κτυπιόμουν (αγκουντιάμου = βαρούσα)
μιμπιτούι = δάρθηκα -(τυμπανίθηκα) (ήρθα στα χέρια, δάρθηκα, έπαιξα ξύλο )
[ τιμπιτούις = δάρθηκες]
[ σμπιτού = δάρθηκε ]
μιμπιτιάμου = δερνόμουν ( )
μιμπάτου = δέρνομε ( )
μπιτέρι = δάρσιμο, τυμπάνισμα -(το να δείρεις κάποιον )
μπιτέρα = το δάρσιμο, το τυμπάνισμα
μπιτέιρ = δαρσίματα, τυμπανίσματα
μπιτέρι’λι = τα δαρσίματα, τα τυμπανίσματα
αλ μπιτέριλου= των δαρσιμάτων, των τυμπανισμάτων
*****
μέκου λέμου = τρώω ξύλο (τρώγω ξύλο)
μέιτς λέμου = τρως ξύλο (τρώγεις ξύλο)
μέκε λέμου = τρώει ξύλο (τρώγει ξύλο )
μικέμου λέμου = τρώμε ξύλο
μικάτς λέμου = τρώτε ξύλο
μέκε λέμου = τρώνε ξύλο
*
μικάι λέμου = έφαγα ξύλο
μικάις λέμου = έφαγες ξύλο
μικέ λέμου = έφαγε ξύλο
μικέμου λέμου = φάγαμε ξύλο
μικάτου λέμου= φάγατε ξύλο
μικάρε λέμου = έφαγαν ξύλο
**
μικάμου λέμου = έτρωγα ξύλο
μικάι λέμου = έτρωγες ξύλο
μικά λέμου = έτρωγε ξύλο
μικάμου λέμου = τρώγαμε ξύλο
μικάτου λέμου = τρώγατε ξύλο
μικά λέμου = τρώγανε ξύλο
**
μέκου = τρώω (τρώγω)
μέιτς = τρως, (τρώγεις)
μέκε = τρώει (τρώγει)
– μέκε = τρώγε
μικέμου = τρώμε
μικάτς = τρώτε, φάτε
μέκε = τρώγουν
– μικάτς = τρώγετε
*
μικάι = έφαγα
μικάις= έφαγες
μικέ = έφαγε
μικέμου= φάγαμε
μικάτου= φάγατε
μικάρε = έφαγαν
**
μικάμου = έτρωγα
μικάι = έφαγα
μικά = έφαγε
μικάμου = τρώγαμε
μικάτου = τρώγατε
μικά = έτρωγαν
***