Ν:
Νάου: α) λένε τα παιδιά, την ποιο πρόσφατη Νύμφη που έχει πάρει σύζυγο κάποιος θειος στην οικογένεια.
Νάου: θηλυκού γένους, για κάποιο σκεύος, π.χ. ,,τιγινίτσια έστι νάου = το τηγάνι είναι καινούργιο, νέο’’. ή και ,,ανόστε έστι μα νάου = η δικιά μας είναι ποιο καινούργιε’’.
Νόε = καινούργια, νέα ( π.χ. έστι νόε = είναι καινούργια )
Νάου’λι = τα καινούργια, τα νέα (π.χ. πράγματα)
Νόου = νέο
Νό’ου = το νέο
Νέννα, Νέννֿε =: χαϊδευτική προσφώνηση, προς την Μητέρα, η την θεία, και
Νέννου, Νέννε: προς τον θείο
ΝιάτσεΝόπη = μεσάνυκτα.
νόπτι = νύκτα
νόπτια = η νύκτα
νόπτς = νύκτες
νόπτι’λι = οι νύκτες
αλ νόπτιλου = των νυκτών (για την ετυμολογία βλέπε στο Λεξικό)
νιακιτσέμου = πιανόμαστε, – μαλώνουμε
νιακιτσάμου = πιανόμασταν, – μαλώναμε
ντά = δίνει
ντάϊ = δίνεις
ντάου = δίνω
ντάου = δύο
ντόι = δύο
ντά’λι = και οι δύο, και τις δύο
ντό’γιε = και οι δύο, και τους δύο.
ντέντου = έδωσα
ντιντέις = έδωσες
ντέντι = έδωσε
ντέ = δώσε
ντιντέτς = δώστε
ντιντιάμου = έδινα
ντιντιάι = έδινες
ντιντιά = έδινε
ντέντουμου = δώσαμε
ντέντουτου = δώσατε
ντέντιρε = έδωσαν
ντιντιάμου = δίναμε
ντιντιάτου = δίνατε
ντιντιά = έδιναν
νιίλε = ελεεινή -κατάσταση.
νιίλα = η ελεεινή –κατάσταση.
Ντόλε = Αποστολία
Ντόλα = η Αποστολία
Ντόνα = Αντώνης, ο Αντώνης